Η συναυλία του Billy Idol το βράδυ της Παρασκευής ήταν μια βόλτα με τη μηχανή του χρόνου! Όχι μόνο γιατί ο Billy -από μακριά τουλάχιστον- έμοιαζε να έχει κάνει συμβόλαιο με τον διάβολο για να μείνει «είδωλο», αλλά και γιατί η ατμόσφαιρα στο γήπεδο του Ταε Κβο Ντο είχε κάτι από MTV των 80ς με μπόλικο αλκοόλ και πιτσιρίκες πανκ-ροκ γκρούπις.
Οι διαχρονικοί «Stranglers» άνοιξαν δυνατά τη βραδιά παίζοντας παλιές επιτυχίες τους: Golden Brown, No More Heroes, Always the Sun, σε ένα χαλαρό σχετικά κοινό, που περίμενε με ενθουσιασμό τον Billy Idol να ταράξει το γήπεδο του Φαλήρου.
Ο Billy ανέβηκε στη σκηνή με το γνώριμο pissed-off ύφος του, τα χαρακτηριστικά γκόθικ δακτυλίδια του και τους φοβερούς -για τα 54 χρόνια του- κοιλιακούς του. Η εμφάνισή του ξεκίνησε με σεβασμό στη μεγάλη μπάντα των Stranglers, λέγοντας ότι πίσω στα 70s εκείνος ήταν που άνοιγε τις συναυλίες τους, και οι ρόλοι ήταν αντίστροφοι.
Το κακό παιδί της βρετανικής πανκ - ένας Τοξότης που δεν λέει να μεγαλώσει - χάρισε με σατανική ζωντάνια στο μάλλον μουδιασμένο κοινό του σταδίου τις μεγάλες επιτυχίες του: Dancing with Myself, Mony Mony, White Wedding, Rebel Yell, Flesh for Fantasy, Eyes without a Face, αλλά και κάποια καινούργια κομμάτια του, τα οποία δεν εκτίμησε ιδιαίτερα η αρένα. Αντιθέτως ιαχές ικανοποίησης εισέπραξε όταν ξέκλεψε χρόνο για να φιλήσει παθιασμένα μια νεαρή κοπέλα (?) που παρεπιδημούσε στο πλάι της σκηνής!
Δύο κομμάτια που πολύ περιμέναμε, το «Hot In The City» (λόγω ζέστης) και το Cradle of Love (λόγω εφηβικού κολλήματος με το all time MTV classic βίντεο κλιπ και την ανήλικη Devon) δεν ακούστηκαν, αλλά το Sweet Sixteen ήρθε στη μηχανή του χρόνου να φέρει συγκίνηση σε όσους το είχαν τραγουδήσει με νόημα εκεί γύρω στα 16.
Τέλος, μπορεί ο ντράμερ Jeremy Colson να προσέφερε περίσσιο θέαμα με τα αμέτρητα πολύχρωμα τατουάζ του, αλλά τον τίτλο του ‘πιο καλτ και από καλτ’ της βραδιάς άξιζε μακράν ο κιθαριστα-ράς Steve Stevens (άκου/δες και το «Dirty Diana» με τον Michael Jackson), που σόλαρε με την ακουστική κιθάρα του, δίνοντας το δικό του μίνι ροκ ρεσιτάλ.
Χ. Τσατσαράγκου