Η απενοχοποίηση της μη ανάγνωσης (*****)

30.09.2008
Τελικά, αξία δεν έχει μόνο το βιβλίο, αλλά και ο πολιτισμικός του αντίκτυπος, το ειδικό βάρος που έχει στο πλαίσιο της κουλτούρας της εποχής του. Μπορεί δηλαδή να μην έχουμε διαβάσει όλα τα βιβλία για τα οποία μιλάμε, έχουμε όμως τη συνείδηση ότι χωρίς αυτά θα ήμασταν φτωχότεροι και γι΄αυτό τους παραχωρούμε μία εξέχουσα θέση στη ζωή μας.
Προτού μιλήσω για το βιβλίο του Πιέρ Μπαγιάρ «Πώς να μιλάμε βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει» (κυκλοφορεία από τις εκδόσεις Πατάκη) θα ήθελα να προβώ σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση: Δεν έχω διαβάσει παρά μόνο αποσπασματικά τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόυς, το «Αναζητώντας το Χαμένο Χρόνο» του Προυστ, τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες και πλήθος άλλων βιβλίων που κατέχουν περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου και που σε βιβλιοφιλικές συζητήσεις ανατρέχω σ΄ αυτά. Και ναι πλέον έχω απενοχοποιηθεί πλήρως και δεν αισθάνομαι λιγότερο καλλιεργημένη, χάρη στο βιβλίο του Μπαγιάρ.

Ο Πιερ Μπαγιάρ, πολυγραφότατος και καθηγητής Λογοτεχνίας σε πανεπιστήμιο του Παρισιού, στο εξαιρετικά αυτό ενδιαφέρον βιβλίο του τονίζει πως «δεν υπάρχει κανένας λόγος που να μας αποτρέπει να δηλώσουμε ευθέως ότι δεν έχουμε διαβάσει το ένα ή το άλλο βιβλίο και παράλληλα να διατυπώσουμε την άποψή μας γι΄ αυτό. Αρκεί να βρούμε το θάρρος. Το να μην έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο είναι η πλέον συνηθισμένη περίπτωση και να το παραδεχτούμε χωρίς ντροπή συνιστά την προϋπόθεση ώστε ν’ αρχίσουμε να ασχολούμαστε με το πραγματικό θέμα συζήτησης που δεν είναι το βιβλίο αλλά μία σύνθετη κατάσταση λόγου, στην οποία το βιβλίο αποτελεί λιγότερο το αντικείμενο και περισσότερο το επακόλουθο».

Σύμφωνα με τον Μπαγιάρ ελάχιστοι καλλιεργημένοι αναγνώστες έχουν διαβάσει τα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, μολονότι μπορούν να μιλήσουν θαυμάσια γι΄ αυτά, διατυπώνοντας μάλιστα ενδιαφέρουσες και εμπεριστατωμένες απόψεις για τη μορφή και το περιεχόμενό τους.
Η μη ανάγνωση των «κλασικών» κειμένων που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να έχουμε διαβάσει προσκρούει σε μία σειρά από εσωτερικευμένους περιορισμούς ? ότι δηλαδή αυτός που δεν έχει διαβάσει τα περισσότερα, αν όχι όλα απ΄αυτά- θεωρείται αυτόματα αγράμματος- οι οποίοι οδηγούν σε μία συλλογική υποκρισία αναφορικά με τα βιβλία που έχουμε διαβάσει.
Και εδώ είναι που το βιβλίο αυτό αναδεικνύεται ένα χρήσιμο εγχειρίδιο στα χέρια ενός βιβλιόφιλου αναγνώστη. Ο γάλλος συγγραφέας αντλώντας παραδείγματα από την προσωπική του εμπειρία, καθώς από άλλα βιβλία που έχει ή δεν έχει διαβάσει (είναι έξοχο το παράδειγμα από το «Αλλάζοντας θέσεις» του Ντέιβιντ Λοτζ, όπου κατά τη διάρκεια ενός παιγνιδιού αλήθειας σχετικά με τα βιβλία, ένας καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας αποκαλύπτει πως δεν έχει διαβάσει τον Αμλετ!) μας προσφέρει μία σειρά συμβουλών αντιμετώπισης της αποσπασματικής ή της μη ανάγνωσης και της σημασίας της.

Τελικά, αξία δεν έχει μόνο το βιβλίο, αλλά και ο πολιτισμικός του αντίκτυπος, το ειδικό βάρος που έχει στο πλαίσιο της κουλτούρας της εποχής του. Μπορεί δηλαδή να μην έχουμε διαβάσει όλα τα βιβλία για τα οποία μιλάμε, έχουμε όμως τη συνείδηση ότι χωρίς αυτά θα ήμασταν φτωχότεροι και γι΄αυτό τους παραχωρούμε μία εξέχουσα θέση στη ζωή μας.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]