Ο λόγος για το αποκαλυπτικό, ριζοσπαστικό θεατρικό ντοκιμαντέρ που βασίζεται στο «Ο Αγών μου», το πόνημα του Αδόλφου Χίτλερ, με τη ματιά της ανατρεπτικής ομάδας Rimini Protokoll, η οποία καταπιάστηκε με το πιο καταραμένο βιβλίο του 20ου αιώνα.
Πιστοί στους όρους ενός «θεάτρου της πραγματικότητας», οι Rimini Protocol για άλλη μια φορά, αντί για επαγγελματίες ηθοποιούς επιστράτευσαν ένα θίασο από «ειδικούς» επί του θέματος, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να προσεγγίσουν την ουσία και να δώσουν μία άλλη διάσταση στο δίτομο «Αγώνα» του Χίτλερ.
Δύσκολα ένα θεατρόφιλος ή κάποιος στοιχειωδώς πολιτικοποιημένος άνθρωπος θα έχανε μία τέτοια θεατρική προσέγγιση αν διάβαζε την παραπάνω εισαγωγή. Ακόμη δε πιο δύσκολα, μια τόσο ταλαντούχα ομάδα, όπως οι Rimini Protocol, θα είχαν στα χέρια τους ένα τέτοιο αμφιλεγόμενο και σπαρταριστό ανάγνωσμα και θα κατάφερναν να μας παρουσιάσουν ένα τόσο άνευρο και βαρετό θέαμα εκπλήσσοντάς μας τόσο δυσάρεστα.
Ναι, τα πολυβραβευμένα παιδιά του ευρωπαϊκού θεάτρου, που έχουν κατά καιρούς φέρει στη σκηνή τους άνεργους Αιγύπτιους μουεζίνηδες ή τους σύγχρονους Αθηναίους «Προμηθείς», καταπιάστηκαν μεν με το διάβοητο και απαγορευμένο μέχρι πρότινος αυτό ανάγνωσμα, μας παρέδωσαν δε μία αναμασημένη τροφή αδικαιολόγητα μεγάλης διάρκειας, που το 99% του κοινού της Στέγης είχε ήδη ακούσει ή πληροφορηθεί κάποια στιγμή της ζωής του από αποσπασματικά στοιχεία και αναλύσεις του πονήματος του Αδόλφου Χίτλερ. Και αναφέρουμε συγκεκριμένα το 99%, γιατί με έναν πρόχειρο υπολογισμό ενός εκ των πρωταγωνιστών, μόνο το 1% είχε πιάσει στα χέρια του και διαβάσει το βιβλίο «Ο Αγών μου», συνεπώς και γνώριζε ακριβώς τι περιέχει.
Κρίμα, γιατί η ντουκουμενταρίστικη αφήγηση της ομάδας είχε όλα τα εχέγγυα προκειμένου να κάνει την θεατρική υπέρβαση: Απαρτιζόταν από ένα ευφυές και πολύ ευέλικτο σκηνικό που μεταμορφωνόταν διαρκώς και στηριζόταν σ΄ένα πολύ έξυπνο παιχνίδι αυτοσχεδιασμού μέσω λέξεων που κάθε φορά επέλεγαν τυχαία. Η δραματουργία ωστόσο που μας «προσέφερε» ήταν εξόχως...πενιχρή. Δεν εμβάθυνε, δεν μας ταξίδεψε στις δαιδαλώδεις οδούς του μυαλού του Χίτλερ, δεν είχε περαιτέρω προεκτάσεις. Πνίγηκε δυστυχώς στην επανάληψη αντιφασιστικών τσιτάτων, στην ατέρμονη περιγραφή των αντιδράσεων που έχει ξεσηκώσει το βιβλίο αυτό, αλλά και σε υπέρ του δέοντος απλοϊκές συνδέσεις με το σήμερα και τη Χρυσή Αυγή. Ναι, δεν έλειπαν αναφορές στην Ελληνική πραγματικότητα, εκπεφρασμένες μέσω της πρόδηλης αμηχανίας μίας Ελληνίδας καθηγήτριας γερμανικών που είχε ζήσει 10 χρόνια στη Γερμανία. Αναφορές που και πάλι δεν έμπαιναν στην ουσία των πραγμάτων και δεν άγγιζαν στο ελάχιστο τις αιτίες δημιουργίας των νεοφασιστικών μορφωμάτων στο βάθος των χρόνων.
Τελικά καμία από τις απορίες μας δεν έλαβε απάντηση. Δεν καταλάβαμε τι ακριβώς η ομάδα πιστεύει για το βιβλίο, είναι ένα ανάγνωσμα επικίνδυνο και προπαγανδιστικό ή, μήπως, πρόκειται τελικά για ένα συνονθύλευμα κοινοτοπιών και παρανοϊκών ιδεολογημάτων; Ποια είναι η ιστορική, πολιτική και λογοτεχνική του αξία; Τι τροφοδοτεί το «μύθο» του εδώ και ενενήντα ένα χρόνια; Τι, τέλος πάντων, λέει σε αυτό ο Χίτλερ;
Δεν ξέρουμε τι έφταιξε. Ίσως το βάρος τελικά του επί πολλά χρόνια απαγορευμένου αυτού βιβλίου ήταν εξαιρετικά μεγάλο και οι υπεύθυνοι δεν μπόρεσαν να το σηκώσουν. Γιατί το να μπορέσεις να διαχειριστείς και να κρίνεις ένα τέτοιο βιβλίο θέλει αν μη τι άλλο αρετή και τόλμη.....
Γεωργία Οικονόμου