Οι δύο ήρωες του έργου έχουν εγκαταλείψει την κοινή πατρίδα τους, καθένας για τους δικούς του λόγους: ο ένας φτωχός εργάτης γιατί δεν μπορούσε να συντηρήσει την οικογένειά του και ο άλλος διανοούμενος και πολιτικός πρόσφυγας γιατί ήταν ιδεολογικά αντίθετος με το καθεστώς. Η παραμονή Πρωτοχρονιάς τους βρίσκει να μοιράζονται ένα άθλιο και υγρό υπόγειο, κάτω και ανάμεσα σε σωλήνες νερού και αποχετεύσεως που διαρκώς στάζουν, να μην έχουν καν τα στοιχειώδη αγαθά προκειμένου να επιβιώσουν. Οι προσωπικοί τους χώροι χωρίζονται κατά μήκος του υπογείου από μία κοκκινόασπρη διαχωριστική ταινία ενδεικτικό τόσο της ομοιότητας όσο και της διαφορετικότητάς της.
Σ΄αυτό το παρακμιακό και απόκοσμο σχεδόν περιβάλλον διαδραματίζονται όλα. Βρίσκονται μαζί, αλλάζουν διαρκώς ρόλους και ακροβατούν στις συμπεριφορές τους. Η έντονη διαλεκτική τους καταλήγει σε άγρια ψυχολογική μονομαχία, καθώς οι δύο αυτοί κόσμοι αποδεικνύονται τελικά εκ διαμέτρου αντίθετοι.
Ο Μρόζεκ έγραψε τους «ΕMIGREΔΕΣ» το 1973. Το θέμα του είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, αν αναλογιστεί κανείς τα κύματα των προσφύγων που καθημερινά περνούν ή εγκλωβίζονται στη χώρα μας αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Η εκδοχή αυτή του έργου, όπως ανέβηκε τη συγκεκριμένη αυτή χρονική περίοδο, δεν αποτελεί αντικατοπτρισμό των όσων βιώνουμε καθημερινά. Εμεινε πιο πολύ στους χαρακτήρες των ηρώων καθεαυτούς, στο διαφορετικό τους ιδεολογικό υπόβαθρο και στην ανάγκη τους να κάνει ο καθένας την προσωπική του επανάσταση και λιγότερο στην επικαιροποίησή τους και στην ένταξή τους στο σύγχρονο κλίμα της προσφυγιάς.
Αυτό, ωστόσο, μπορεί να μην ήταν μέσα στους πρωταρχικούς στόχους της Γιολάντας Μαρκοπούλου, καθώς η εποχή των Εμιγκρέδων διέφερε πολύ από τη σημερινή. Τότε, πολλοί από τους πρόσφυγες ζητούσαν πολιτικό άσυλο, γιατί είχαν εκδιωχθεί από το κομμουνιστικό καθεστώς. Με βάση αυτό, η σκηνοθέτιδα εξέτασε διεξοδικά τις ζωές των ηρώων τοποθετώντας τες στο μικροσκόπιό της. Αποτέλεσμα; Μας τους παρουσίασε όπως ακριβώς είναι, χωρίς καμία διάθεση ηρωοποίησης, ενώ πέρα από το μεγάλο θέμα της ελευθερίας, πραγματεύτηκε το θέμα του εκπατρισμού, του κοινωνικού περιθωρίου, του αγώνα για την επιβίωση, αλλά και του ονείρου της επιστροφής με ξεχωριστή ευαισθησία.
Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος και ο Θάνος Τοκάκης αποτέλεσαν ένα πολύ δυνατό ερμηνευτικό δίδυμο, καθώς και οι δύο «εισέβαλλαν» μέσα στα απόκρυφα ψυχολογικά μονοπάτια των δύο ηρώων και μας τα παρουσίασαν με έξοχες ψυχολογικές κορυφώσεις. Ο Αλειφερόπουλος, ως διανοούμενος, σηκώνεται από την αναπηρική του καρέκλα και ξεσπά ενάντια στον εργάτη Τοκάκη,θεωρώντας τον θύμα, μη μπορώντας να δεχτεί τους συμβιβασμούς που υφίσταται ως εργάτης και και αντιστρόφως ο Τοκάκης θεωρεί τον διανοοούμενο επικίνδυνο κοινωνικό παράσιτο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τον επαναπατρισμό του.
Ρεαλιστικό και ατμοσφαιρικό το σκηνικό της Αλεξάνδρας Σιάφκου και του Αριστοτέλη Καρανάνου, λίγο πιο επιτηδευμένα από το απαιτούμενο τα κοστούμια τους και εξαιρετικοί οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
Αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή; Ναι, γιατί παρόλο που δεν αντικατοπτρίζει πλήρως το προσφυγικό ζήτημα των ημερών, έχει έντονες ιδεολογικές προεκτάσεις και είναι εξαιρετικά δουλεμένη στη βάση της με αξιομνημόνευτες ερμηνείες.
Γεωργία Οικονόμου