Είδαμε την Οπερα της Πεντάρας δια χειρός Χουβαρδά [και μπήκαμε στην παρανομία]

10.03.2016
Την «Οπερα της Πεντάρας», το αριστούργημα των Μπέρτολτ Μπρεχτ - Κουρτ Βάιλ, είδαμε στο θέατρο Παλλάς σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, μ' ένα υπερταλαντούχο καστ ηθοποιών και προεξάρχοντες τον Χρήστο Λούλη, την Νάντια Κοντογεώργη, τον Νίκο Καραθάνο, τον Αγγελο Παπαδημητρίου, την Καρυοφιλιά Καραμπέτη και τη Λυδία Φωτοπούλου.

Το έργο επικεντρώνεται σε παράνομες ιστορίες της αστικής τάξης στο βικτωριανό Λονδίνο. Πρωταγωνιστής ο περιβόητος Μακίθ (Μάκι Μέσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), που πατάει επί πτωμάτων για το κέρδος. Ο Τζόναθαν Πίτσαμ, το μεγάλο αφεντικό, «πουλάει» προστασία στους ζητιάνους. Γι΄αυτόν τα πάντα μπορούν να γίνουν «εμπόριο», ακόμα και η ελεημοσύνη. Όταν ανακαλύπτει ότι η κόρη του, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον Μακίθ, γίνεται έξαλλος. Η Πόλι παντρεύεται τον Μακίθ σ' ένα σταύλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του. Το ίδιο βράδυ «πιάνεται» επ' αυτοφώρω από τους γονείς της στο κρεβάτι, τους ανακοινώνει το γάμο, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους (αυτός και ο Μακίθ ήταν στενοί φίλοι από το στρατό). Ο Πίτσαμ, από εκείνη τη στιγμή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα. Ο Μακίθ έχοντας γνώση αυτού, αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, πριν όμως φύγει, επισκέπτεται ένα πορνείο αναζητώντας την Τζένι, την πρώην αγαπημένη του. Εκεί, όμως, έχουν πληρωθεί προκειμένου να τον καταδώσουν. Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή, από την οποία και δραπετεύει με τη βοήθεια της έτερης ερωμένης του, Λούσι. Ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του. Ο Μακίθ τελικά οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά λίγο πριν την εκτέλεση, καταφτάνει απεσταλμένος της βασίλισσας, η οποία του δίνει χάρη, χορηγώντας του αποζημίωση και ένα κάστρο με τίτλο.

Η Γιάννης Χουβαρδάς κατάφερε με τη σκηνοθετική του προσέγγιση κάτι πολύ δύσκολο: έφερε το έργο αυτό στο σήμερα με μεγάλη ευστοχία. Στον πυρήνα της «Όπερας της Πεντάρας», όπως σημειώνει και ο ίδιος, βρίσκεται η σκοτεινή, εγκληματική πλευρά της αστικής ζωής των μεγαλουπόλεων: πόλεμος συμφερόντων, λαγνεία, βία και διαφθορά. Κάτι ανάλογο με το σήμερα δηλαδή. Ζητιάνοι, πόρνες, ληστές, μικροί και μεγάλοι εγκληματίες, αστυνομικοί, όλοι συμφύρονται σε μια κοινωνία απεγνωσμένα παραδομένη στην κρίση. Όλα είναι μια γιγαντιαία επιχείρηση, όλα είναι και γίνονται για το χρήμα. Αυτό ακριβώς προασπίστηκε η παράσταση, αυτό ακριβώς πέρασε και στο κοινό.

Με πολύτιμο αρωγό τη σύγχρονη και ρέουσα μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα (ευτυχώς δεν υπέκυψε σε φτηνές κλισεδιάρικες φράσεις- αργκό), μέσα στο industrial εντυπωσιακό και πολύ πρωτότυπο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, με αίθουσες «επιχειρήσεων» γεμάτες με ηλεκτρονικούς υπολογιστές αριστερά και δεξιά και μία εξέδρα με μία κεντρική κονσόλα στο κέντρο (που παραπέμπει ευθέως στο «μάτι» του Μεγάλου Αδελφού), οι ήρωες του Μπρεχτ ξεδιπλώνουν τους διεφθαρμένους χαρακτήρες τους και οι φιγούρες τους κυριολεκτικά μαγνητίζουν (ευφάνταστα και πρωτότυπα τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη). Σε μία μεγάλη οθόνη πάνω από την εξέδρα προβάλλονται ατάκες των ζητιάνων και οι τίτλοι των τραγουδιών. Έξυπνο και ρυθμιστικό εύρημα. Στον αντίποδα η παράλληλη, τύπου ερασιτεχνική κινηματογράφηση διαφόρων σκηνών από τον αφηγητή Νίκο Καραθάνο, τα ζουμαρίσματα στα πρόσωπα των ηθοποιών και η ταυτόχρονη προβολή τους στην κεντρική μεγάλη ασπρόμαυρη οθόνη και στις οθόνες των υπολογιστών, ήταν τελείως περιττή, καθώς όχι μόνο δεν λειτούργησε όπως θα αναμενόταν, αλλά αποσυντόνιζε στη θέαση. Επιπροσθέτως, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε πως σε αρκετά σημεία η παράσταση πλατειάζει, με αποτέλεσμα ο θεατής να χάνει τον ειρμό της και να κουράζεται.

Ωστόσο, τα αρνητικά αυτά αντισταθμίζονται από την γενικότερη αρτιότητα της παράστασης και προπάντων από τις έξοχα κεντημένες χορογραφίες της Αμαλίας Μπένετ ( αποκορύφωμα η σκηνή του ερωτικού τριγώνου ανάμεσα σε Λούλη- Κοντογεώργη- Γεωργίου στο ρινγκ της φυλακής) και από τις πολύ αξιόλογες ερμηνείες ολόκληρου του υποκριτικού καστ.

Ο Χρήστος Λούλης έδωσε μία πλήρως ολοκληρωμένη ερμηνεία στο ρόλο του Μακχηθ, εκπλήσσοντάς μας με τις φωνητικές του δυνατότητες, αλλά και με την εξαιρετικά κουρδισμένη κίνησή του. Η Νάντια Κοντογεώργη στο ρόλο της Πόλυ απέδειξε για άλλη μια φορά πως το ταλέντο της είναι ανεξάντλητο. Και πέρσι στη Μελωδία της Ευτυχίας και φέτος στην Όπερα της Πεντάρας αναμετρήθηκε με δύο διαφορετικούς και πολύ δύσκολους ρόλους, καταφέρνοντας όχι απλώς να τους φέρει εις πέρας, αλλά και να τους υπερκεράσει. Άψογη φωνητικά, έδωσε μία άλλη, πιο ευαίσθητη εκδοχή της Πόλυ με τις οπερατικές σχεδόν τραγουδιστικές ερμηνείες της (μοναδική παρατήρηση πως την περιμέναμε λίγο περισσότερο "μαγκάκι" σε κάποιες σκηνές πρόζας) και μας έκανε να αισθανόμαστε πως βλέπουμε μιούζικαλ διεθνών προδιαγραφών. Ο Νίκος Καραθάνος στο ρόλο του αστυνόμου Μπράουν είχε κάποιες καλές στιγμές, όμως ως αφηγητής ήταν αρκετά «θαμπός». Εξαιρετικός ο Αγγελος Παπαδημητρίου στο ρόλο του κυρίου Πίτσαμ, καθώς μας χάρισε μία τελείως διαφορετική εκδοχή του χαρακτήρα του. Στα ίδια επίπεδα κινείται και η ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη ως κυρία Πίτσαμ, μολονότι σε πολλά σημεία μας θύμισε και εξωτερικά και ερμηνευτικά την παρουσία της στο Ριχάρδο τον Γ. Η Λυδία Φωτοπούλου έλαμψε ως Τζέννυ, ενώ ευχάριστη έκπληξη ήταν και η ερμηνεία της Κίκας Γεωργίου ως Λούσι.

Ο Θοδωρής Οικονόμου, τέλος, μας χάρισε μία έξοχη ενορχήστρωση, ενώ οι 12 μουσικοί επί σκηνής έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό ερμηνεύοντας τις εκπληκτικές μελωδίες του Κουρτ Βάιλ.

Αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή; Επιβάλλεται μάλλον, καθώς σπάνια ανεβαίνουν τόσο δουλεμένες παραστάσεις με τόσο εξαιρετικές ερμηνείες.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]