Τι συμπλέγματα είχες;
«Στα δεκαεπτά μου είχα τα πάντα. Νόμιζα ότι ήμουν ένα τίποτα. Έτυχε να είμαι σε ένα σχολικό περιβάλλον πολύ δύσκολο. Τα παιδιά είναι πολύ σκληρά όταν είναι μικρά. Βρέθηκα σε ένα σχολείο που αποδείχτηκε πολύ σκληρό για εμένα. Ήμουν ένα παιδί πολύ συνεσταλμένο και συνεχώς μόνο του. Ήμουν εσώκλειστος στο οικοτροφείο των Αναβρύτων – το τελευταίο που υπήρξε στην Ελλάδα.
Το ότι ήταν κάτι που συνέβη παρά τη θέληση μου με έκλεισε ακόμα περισσότερο στον εαυτό μου. Θυμάμαι τότε έλεγα “όταν θα βγω από δω, θα πάρω ένα μπιτόνι βενζίνη και θα το κάψω”. Την επόμενη χρονιά ευτυχώς έκλεισε. Εκτός από τη γιαγιά μου όμως υπήρχε κι άλλος ένας άνθρωπος που με βοήθησε και με στήριξε πολύ. Με κράτησε στη ζωή».
Σε αυτή την ευαίσθητη περίοδο της εφηβείας σου είχε περάσει ποτέ η σκέψη της αυτοκτονίας από το μυαλό σου;
«Πολλές φορές. Τα βράδια στο οικοτροφείο με έπαιρνε ο ύπνος με ένα walkman, που είχε ένα κόκκινο φωτάκι. Κάθε φορά που έμπαινε ο παιδαγωγός με το φακό να ελέγξει αν ήμαστε όλοι στα κρεβάτια μας, έκρυβα με το χέρι μου το φως για να μην αντιληφθεί ότι ήμουν ξύπνιος. Ενώ με νανούριζε η μουσική από τις κασέτες και τα CD's μου, παρακαλούσα να κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω την επόμενη ημέρα. Ήταν η ευχή που έκανα κάθε βράδυ. Το τραγούδι με έσωσε από την αυτοκτονία και έπειτα μου έδωσε και πολλές χαρές»
Διαβάστε αν έκανε ψυχοθεραπεία και τι σχέση έχει με τους... γονείς του!
Έκανε ψυχοθεραπεία;
«Πήγα σε ένα γιατρό για λίγο κατά τη διάρκεια του σχολείου, γιατί είχα φτάσει σε ένα σημείο να μη μιλάω σε κανέναν. Είχα απομονωθεί ολοκληρωτικά. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ ούτε ένα τόσο άγριο περιβάλλον ούτε την απομόνωση. Κλείστηκα στον εαυτό μου τελείως».
Ήταν εύκολο να μιλήσεις έπειτα με τους γονείς σου, τους οποίους προφανώς ως ένα βαθμό θεωρούσες υπεύθυνους για ό,τι βίωσες;
«Τους έχω συγχωρήσει, αλλά δεν έχω σχεδόν καμία επαφή μαζί τους έκτοτε».