Δημήτρης Πετρόπουλος: Ο πρωθυπουργός του "Παρά Πέντε" εθισμένος στον... Κουλοχέρη [συνέντευξη]

19.11.2015
Πολλοί τον έχουν ταυτίσει με το ρόλο του στο "Παρά Πέντε" ως μαφιόζο και διαπλεκόμενο πρωθυπουργό. Ο ίδιος αυτό δεν το θεωρεί κακό, τουναντίον τον διευκολύνει και θεωρεί σίγουρο πως οι θεατές βγαίνοντας από το θέατρο έχουν προσπεράσει τον Πρωθυπουργό του «Παρά πέντε», όπως και αυτός άλλωστε.

Εξαιρετικά δραστήριος στα θεατρικά και κινηματογραφικά δρώμενα, φέτος τον συναντούμε στην μαύρη κωμωδία του πολυβραβευμένου Μάρτιν ΜακΝτόνα “Ο Κουλοχέρης του Σποκέιν" μαζί με την Ελένη Βαΐτσου. Εμείς είχαμε μία ζεστή συζήτηση μαζί του για την εξαιρετικά αυτή επιτυχημένη παράσταση και όχι μόνο…

Θα μας συστήσετε τον Κουλοχέρη του Σποκέιν;

Να σας πω καλύτερα πως ξεκίνησαν όλα; Πριν από τριάντα εφτά χρόνια, στο Σποκέιν, ένα δεκαεφτάχρονο παλικαράκι έπαιζε έξω από το σπίτι του, όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν από το πουθενά έξι βαρεμένοι γελαδάρηδες, το άρπαξαν με τη βία και το έσυραν έξω από την πόλη, σε μια τοποθεσία όπου περνούσαν οι γραμμές του τραίνου. Χωρίς καμιά αιτία, χωρίς καμιά εξήγηση, έβαλαν το χέρι του πάνω στις ράγες και είδε το τραίνο να πλησιάζει με έναν τρομακτικό θόρυβο και τους τροχούς να πετσοκόβουνε το χέρι του από τον καρπό. Μετά αυτοί οι βαρεμένοι πήραν το κομμένο του χέρι και έφυγαν. Από τότε και για μια ολόκληρη ζωή αναζητάει αυτό που κάποτε ήτανε δικό του μέχρι που πέφτει στα χέρια δυο απατεωνίσκων της συμφοράς και σ’ έναν προβληματικό ρεσεψιονίστα και ξεπερνάει τα όρια της αντοχής του.

Τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το έργο και επιλέξατε να πρωταγωνιστήσετε σ΄αυτό; Τι σας γοητεύει;

Για μένα έχει μια τρομακτική μελαγχολία κι ας είναι μαύρη κωμωδία. Η μοναξιά των προσώπων είναι απέραντη και η ανάγκη τους για επικοινωνία άλλη τόση, αλλά δεν ξέρουν πώς να επικοινωνήσουν.

Πού πιστεύετε πως αγγίζει το έργο το κοινό και έχει γίνει τόσο αγαπητό;

Το ίδιο το θέμα καταρχήν και μετά η παράσταση. Νοιώθουμε όλοι, κατά βάθος, ακρωτηριασμένοι και μια ζωή παλεύουμε να διαχειριστούμε την απώλεια. Ο ΜακΝτόνα, ως συγγραφέας, και ο Χανιωτάκης, ως σκηνοθέτης, προσδίδουν στο θέμα τις διαστάσεις μιας φάρσας τραγικής που λειτουργεί λυτρωτικά.

Συναντά κάπου το έργο το σήμερα;

Η ερημιά μας σήμερα ειδικά είναι απέραντη. Λείπει ένα άγγιγμα, ένα βλέμμα που θα μας ανακούφιζε λιγάκι. Οι νέοι γραπώνονται με απόγνωση από το κινητό και τα κοινωνικά δίκτυα για να καλύψουν την αδήριτη ανάγκη τους για επικοινωνία. Αυτό που με ανησυχεί είναι πως συνηθίζουν σ' έναν τρόπο έμμεσο σα να 'ναι ο μόνος τρόπος.

Το γεγονός ότι το ευρύ κοινό σας έχει ταυτίσει με τον Πρωθυπουργό του «Πάρα Πέντε» αποτελεί κάποιο ιδιαίτερο βάρος για εσάς που ακόμη και σήμερα θέλετε να αποτινάξετε;

Το έχω συνηθίσει. Άλλωστε, μάλλον με διευκολύνει. Έχω, βλέπετε, λόγους να πιστεύω πως όταν φεύγουν απ΄ το θέατρο –και φέτος συμμετέχω σε άλλες δύο παραστάσεις, το «Δηλητήριο» στο θέατρο Αλκμήνη, που παίζεται για τρίτη χρονιά κι ακολουθεί η «Λούλου»– έχουν προσπεράσει τον Πρωθυπουργό του «Παρά πέντε», όπως και γω.

Μπορεί ένας ηθοποιός να επιβιώσει σήμερα μόνο από το θέατρο;

Όχι. Κάθετα και κατηγορηματικά. Και θλίβομαι που το κοινό δεν το ξέρει. Αν το ξερε θα το συνεκτιμούσε, είμαι βέβαιος.

Θα σας δούμε σύντομα σε κάτι κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό;

Μα στον κινηματογράφο δεν έχω σταματήσει να δουλεύω. Τα δυο τελευταία χρόνια έχω κάνει τρεις ταινίες μικρού μήκους με νέους ταλαντούχους σκηνοθέτες και μια απ΄ αυτές, το «Πες μου ένα ψέμα», μου χάρισε πέρσι το βραβείο ερμηνείας στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Ψηφιακού Κινηματογράφου. Ευχάριστη έκπληξη.

Πώς αντιμετωπίζετε τις δύσκολες καταστάσεις που βιώνουμε σήμερα; Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;

Όπως όλοι που αντιμετωπίζουν σαν και μένα προβλήματα επιβίωσης. Η πίεση είναι αφόρητη ώρες-ώρες. Οφείλω όμως να παραδεχτώ πως έπεσα μες στη μαρμίτα με την καλή χαρά όταν γεννήθηκα και παρά τις τρομερές δοκιμασίες που έχω βιώσει με θέματα υγείας, προδοσίες και θανάτους, νιώθω μια ανεξάντλητη ευγνωμοσύνη για όσα έζησα και ζω. Και σας προτείνω να τη νοιώθετε και σεις. Είναι μεγάλη δύναμη.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]