«Νομίζω πως τώρα είναι καιρός να καταθέσω και δημόσια τους λόγους που με οδήγησαν στην απόφαση -εδώ και 2 μήνες- να παραιτηθώ από το Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου και οι οποίοι εξηγούνται λεπτομερώς στην παρακάτω επιστολή που γράφτηκε και κοινοποιήθηκε πριν από 2 μήνες στον κ. Υπουργό Πολιτισμού, στον Πρόεδρο του Δ.Σ. και στον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου. Ο λόγος που δεν την δημοσιοποίησα τότε (κατηγορούμενη μάλιστα από κάποιους ότι δεν παίρνω θέση) ήταν ακριβώς για να μην συντελέσω κι εγώ στην ένταση που είχε δημιουργηθεί και για να μην χρησιμοποιηθεί με τρόπο που δεν ήθελα, σαν ένα ακόμη εργαλείο αντιπαράθεσης και διχόνοιας:
Ειρηνική επιστολή για τους λόγους της παραίτησης μου από το Δ.Σ. του Εθνικού θεάτρου
Παρά το γεγονός ότι η δουλειά μου δεν μου αφήνει ίχνος διαθέσιμου χρόνου, αποδέχτηκα την πρόταση του κ. Νίκου Ξυδάκη να γίνω μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου γιατί ήταν τιμή μου να συνυπάρχω με ανθρώπους που σέβομαι το έργο και την προσφορά τους και ειδικότερα για την παρουσία του Θανάση Παπαγεωργίου ως προέδρου, γιατί θεώρησα υποχρέωση μου να δραστηριοποιηθώ για το κοινό καλό ακόμη και σε ένα τομέα που δεν είναι μέσα στα «ενδιαφέροντα» μου και τέλος επειδή έχω ελπίδα στο πρόσωπο του Στάθη Λιβαθινού του οποίου το έργο εκτιμώ και εμπιστεύομαι.
Βρέθηκα δυστυχώς πολύ γρήγορα αιχμάλωτη μιας ακινησίας, επειδή ο συνδυασμός των συγκεκριμένων αξιόλογων προσώπων αποδείχτηκε προβληματικός, καθώς αρκετά από τα μέλη του Δ.Σ. είχαν μία τελείως διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων από αυτή του καλλιτεχνικού διευθυντή και αντιστρόφως.
Ενας από τους πολλούς τομείς στους οποίους εκδηλωνόταν αυτή η έλλειψη χημείας ήταν η ασάφεια των νόμων (γνωστή κακοδαιμονία του ελληνικού κράτους). Ποτέ μου, π.χ., δεν μπόρεσα να καταλάβω παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μου γιατί η δημιουργία της Σχολής Σκηνοθεσίας αμφισβητήθηκε τόσο έντονα. Νομικοί σύμβουλοι, μέλη του Δ.Σ. και καλλιτεχνικός διευθυντής είχαν αντικρουόμενες απόψεις για το αν η λειτουργία της θα ήταν νόμιμη. Συμπέρασμα δεν βγήκε. Για ένα θέμα που θα έπρεπε να υπάρχει μία απλή και σαφής απάντηση, υπήρχαν διαφορετικές ερμηνείες και απόψεις. Εξέφρασα την άποψη πως θα μπορούσε πιλοτικά, έστω και με τη μορφή σεμιναρίων, να ξεκινήσει η λειτουργία της σχολής, καθώς είχαμε στα χέρια μας μια ολοκληρωμένη πρόταση από τον καλλιτεχνικό διευθυντή. Μέχρις ότου να υπάρξει καινούργιος νόμος θα είχαμε κάνει ένα βήμα, θα είχαμε βοηθήσει στην αναβάθμιση της σχολής του Εθνικού και θα αποκτούσαμε χρήσιμη εμπειρία από την λειτουργία της ώστε να την βελτιώσουμε όταν θα ξεκινούσε κανονικά.
Ψήφισα (μαζί με άλλα μέλη του Δ.Σ.) υπέρ της δημιουργίας της Σχολής Σκηνοθεσίας και μειοψήφισα.
Επίσης μέλη του Δ.Σ. λόγω του ότι το Σώμα είχε συγκροτηθεί με την προοπτική της τροποποίησης του υφιστάμενου νόμου, ήταν φυσικό να είναι επιφυλακτικά απέναντι στον υπάρχοντα νόμο. Υπήρχαν όμως ζητήματα που έπρεπε να λυθούν άμεσα για την ομαλή λειτουργία του Εθνικού Θεάτρου και –κατά τη γνώμη μου- θα έπρεπε να μπορούμε να συνεννοηθούμε βασιζόμενοι στο εργαλείο που είχαμε στα χέρια μας: τον υφιστάμενο νόμο δηλαδή, ενώ παράλληλα θα εργαζόμασταν (όπως άλλωστε είχαμε αρχίσει να κάνουμε) για την δημιουργία ενός νέου καλύτερου, αποτελεσματικότερου και πιο σύγχρονου νόμου. Μέχρι να φτιάξουμε έναν καλύτερο νόμο, ένα καλύτερο δημόσιο, ένα καλύτερο αύριο, τα πράγματα πρέπει να μπορούν να λειτουργούν κι αυτό ήταν υποχρέωση μας.
Ο υπάρχον νόμος, π.χ., δεν αποκλείει την δυνατότητα στον καλλιτεχνικό διευθυντή να είναι και διευθυντής της σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Κάτι τέτοιο, για την πλειοψηφία του Δ.Σ. είναι απαγορευτικό: σημαίνει διπλοθεσία και υπερεξουσία. Εδώ νομίζω ότι το ζήτημα της διάκρισης, ειδικά όσον αφορά στην τέχνη, είναι καθοριστικό. Φυσικά και έχω υποχρέωση σαν μέλος του Δ.Σ. να προστατέψω το Εθνικό Θέατρο από διπλοθεσίες και υπερεξουσίες αλλά όταν έχω να κάνω με ένα καλλιτεχνικό όραμα, η υποχρέωση μου μετατίθεται υπέρ της τέχνης. Πόσο μάλλον όταν το βασικό χαρακτηριστικό στο έργο του Στάθη Λιβαθινού είναι ότι η θεατρική πράξη και η θεατρική παιδεία αποτελούν στοιχεία αλληλένδετα. Και σε αυτή την περίπτωση η πρόταση μου ήταν να αναλάβει ο καλλιτεχνικός διευθυντής την διεύθυνση της σχολής για τον πρώτο χρόνο, όχι μόνο γιατί η πρόταση του φαινόταν ικανή να την αναβαθμίσει και να της αλλάξει προοπτική αλλά και γιατί σε αυτήν έβλεπα έναν άνθρωπο του θεάτρου που είχε σκοπό να δουλέψει διπλά κι όχι έναν μανιακό της εξουσίας. Παράλληλα θα ετοιμάζαμε ένα σχέδιο που θα εφαρμοζόταν από την επόμενη χρονιά, για την λειτουργία της, την περεταίρω αναβάθμιση της και την επιλογή –με άνεση χρόνου- του προσώπου που θα την αναλάμβανε.
Ψήφισα (μαζί με άλλα μέλη του Δ.Σ.) υπέρ του Στάθη Λιβαθινού ως διευθυντή της σχολής του Εθνικού Θεάτρου και μειοψήφισα.
Αν και αναγκάστηκα να απουσιάσω από αρκετές συνεδριάσεις του Δ.Σ. λόγω ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεων, προσπάθησα όλο αυτό το διάστημα να έχω ένα ρόλο ενωτικό, ψάχνοντας να βρω και το πιο μικρό, το ελάχιστο σημείο που να είναι κοινό για όλους μας. Δυστυχώς η ακινησία ήταν μόνιμη, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία διαρκώς αυξανόμενη κούραση και έλλειψη εμπιστοσύνης. Οι συνεδριάσεις κατέληγαν πάντα στο ίδιο: Μόνο στεναχωρημένοι άνθρωποι…
Προσωπικά μου είναι αδύνατον να λειτουργήσω οπουδήποτε όταν δεν αισθάνομαι χρήσιμη και δημιουργική. Γι’ αυτό το λόγο παραιτούμαι από μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού θεάτρου για να κάνω χώρο σε κάποιον πιο κατάλληλο από εμένα και ικανό να λειτουργήσει στις υπάρχουσες συνθήκες.
Εύχομαι σε όλους τους ανθρώπους με τους οποίους είχα την τιμή να συνεργαστώ αυτούς τους μήνες, καλή συνέχεια και εκφράζω την ελπίδα να βρεθεί ένας κοινός τόπος για το καλό του Εθνικού θεάτρου το οποίο είναι πάνω απ’ όλους μας.
Αμαλία Μουτούση»