Eίδαμε το Λίλιομ, το γοητευτικό «μούτρο» του Γιώργου Χρυσοστόμου

06.01.2015
«Λίλιομ» μπορεί στα ουγγαρέζικα να σημαίνει κρίνο, αλλά στην ουγγαρέζικη αργκό είναι το «λουλούδι», η «μάρκα», η «μούρη», ο άνθρωπος του υποκόσμου. Και αυτό ακριβώς είναι ο Λίλιομ στο έργο του Μόλναρ: ένας γοητευτικός αλήτης, βίαιος, απρόβλεπτος, ένας μάτσο άνδρας με βαθιά εύθραυστη ψυχοσύνθεση, ένας παιχνιδιάρης και ακαταμάχητα αλαζόνας, ένας τσακισμένος άνθρωπος που πασχίζει να κρατήσει την αξιοπρέπειά του.

Ο κόσμος του Λίλιομ μοιάζει με αυτόν του Λουνα Παρκ, όπου δουλεύει σαν κράχτης, ένας κόσμος πολλές φορές συναρπαστικός και λαμπερός, αλλά και γεμάτος ιλιγγιώδεις ψευδαισθήσεις και απογοητεύσεις. Όλα ωστόσο αλλάζουν όταν εμφανίζεται το κορίτσι που θα ραγίσει την επίχρυση επιφάνειά του μια για πάντα. Είναι το κορίτσι που θα ερωτευτεί ο Λίλιομ μ’ έναν ανδρισμό κάπως παλιομοδίτικο, το κορίτσι που δε θα διστάσει να το κάνει γυναίκα του παρατώντας για πάντα το Λούνα Παρκ. Είναι το κορίτσι το οποίο θα χτυπήσει, θα προσβάλλει, είναι το κορίτσι στο όνομα της οποίας θα αυτοκτονήσει, όταν βουτηγμένος στην παρανομία συλληφθεί από την αστυνομία. Γιατί ο Λίλιομ αυτή τη φορά αποφάσισε να κλέψει για μια καλύτερη ζωή στην Αμερική, όχι για την πάρτη του, αλλά για την οικογένειά του και προπάντων για την κόρη που σύντομα θα ερχόταν στη ζωή του ...

Η σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου ήταν κυριολεκτικά ονειρική. Απ’ το πρώτο λεπτό που μπήκαμε στο ομιχλώδες τοπίο του θεάτρου Πόρτα και ακούσαμε τον κράχτη, Γιώργο Χρυσοστόμου, να μας προσκαλεί στο Λούνα Παρκ, καταλάβαμε πως θα βιώσουμε μία διαφορετική θεατρική εμπειρία. Μια εμπειρία που ακροβατεί ανάμεσα στον εξπρεσιονισμό και τον σκληρό ρεαλισμό, ανάμεσα στο συναίσθημα και τον άκρατο κυνισμό. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου, η διακριτική μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, τα λόγια του Μολνάρ και όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί «έδεσαν» με μία αλλόκοτη χημεία και σκόρπισαν μία σκόνη μαγείας στην πλατεία και στο κοινό ...

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος αναφέρει πως βασικό του κίνητρο στο έργο αυτό ήταν το να «ξαναβρούμε τη συναισθηματική γλώσσα του σήμερα». Αυτό γίνεται πιο αισθητό από ποτέ στο Λίλιομ που μας παρουσίασε. Γιατί, αν μη τι άλλο, βιώσαμε το φόβο των ηρώων του να εκφράσουν το συναίσθημά τους, το φόβο τους να συνδεθούν μεταξύ τους, να εμπλακούν, να αγαπηθούν. Αυτός ο φόβος που είναι σήμερα ιδιαίτερα πιο διάχυτος από ποτέ, ο φόβος του να μην πληγωθούμε, του να μην πονέσουμε στο όνομα της αγάπης, αυτός ακριβώς ο φόβος είναι που τους περιόριζε και που τους έκανε να παραμορφώνονται στον καθρέφτη του σκηνικού, αυτός ο φόβος τους κρατούσε για πάντα καθηλωμένους στα αλογάκια του καρουζέλ.

«Είναι ποτέ δυνατόν να σε χτυπήσει κάποιος -γερό χτύπημα, με κρότο– κι εσύ να μην πονέσεις καθόλου;», αναρωτιέται η έφηβη πλέον κόρη του Λίλιομ, όταν αυτός επιστρέφει μετά από 16 χρόνια στο καθαρτήριο. Και η απάντηση μάλλον είναι πως «ναι είναι δυνατόν μόνο να μην εκφράσεις τον πόνο σου, όμως δεν είναι δυνατόν να μην πονέσεις». Αυτό το ερώτημα του Μολνάρ συνοψίζει όλο το μεγαλείο του έργου του, ενός έργου που σε πρώτο επίπεδο δε φαίνεται να μας αφορά ιδιαίτερα, ουσιαστικά όμως καθρεφτίζει τη γεμάτη άμυνες ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου.

Ο Λίλιομ βρήκε τον ιδανικό ερμηνευτή του στο πρόσωπο του Γιώργου Χρυσοστόμου, ο οποίος για άλλη μια φορά έδωσε ένα μοναδικό ρεσιτάλ ερμηνείας καταφέρνοντας να αγγίζει όλες τις συναισθηματικές πτυχές του ήρωά του. Ο Χρυσοστόμου έχει ένα μοναδικό ταλέντο: καταφέρνει να οικειοποιείται τους ρόλους που του δίνονται τόσο πολύ, ώστε μας δημιουργεί κάθε φορά την εντύπωση πως υποδύεται τον ίδιο τον εαυτό του. Γι΄αυτό και ως Λίλιομ μας εντυπωσίασε και ταυτόχρονα μας γοήτευσε με τη φυσιογνωμία του.

Η Αννα Καλαϊτζίδου έδωσε μία αριστοτεχνικά διαβασμένη ερμηνεία στο ρόλο της Τζούλι, το ίδιο καλός και ο Σωκράτης Πατσίκας στους δύο ρόλους κλειδιά που ερμήνευσε. Εξαιρετική η Φιλαρέτη Κομνηνού, έδωσε τον δικό της κλασσάτο αέρα στην παράσταση ως κυρία Μουσκάτ, ιδιοκτήτρια του Λούνα Παρκ. Η ερμηνεία της ιδανικά συγκρατημένη, διακρινόταν για την εσωτερική δυναμική της, γι΄αυτό και μολονότι ο ρόλος της δεν ήταν πρωταγωνιστικός, η παρουσία της άφησε ένα ισχυρό αποτύπωμα στην παράσταση. Η νεαρή Κίττυ Παϊταζόγλου ήταν μία από τις όμορφες εκπλήξεις της παράστασης, καθώς παρόλο που την βλέπαμε για πρώτη φορά, μας «κέρδισε» με την φρεσκάδα της και ως θεία της Τζούλι (παρόλο που διαρκώς φορούσε τη μάσκα του αλόγου), αλλά και ως κόρη του Λίλιομ.

Αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή; Μετά απ΄όσα είπαμε, αυτό εξυπακούεται...

Τip: Εσείς αλήθεια, αν είχατε τη δυνατότητα ως …πεθαμένοι, να επιστρέψετε στη γη για μία μόνο ημέρα, ποιον θα επισκεπτόσασταν;

Γεωργία Οικονόμου ([email protected])