Σκηνοθετικό βάπτισμα με την «Αντιγόνη» επέλεξε να κάνει η νεαρή ταλαντούχα σκηνοθέτιδα Νατάσα Τριανταφύλλη, που έχει μαθητεύσει στο πλευρό του Λευτέρη Βογιατζή, του Γιάννη Χουβαρδά αλλά και του Ρόμπερτ Ουίλσον, των οποίων υπήρξε βοηθός.
Εγχείρημα δύσκολο για την πρώτη της ατομική σκηνοθεσία, αφού στο αριστουργηματικό αυτό κείμενο του Σοφοκλή έρχεται μοιραία αντιμέτωπη με μεστά νοήματα και αιώνια διλήμματα. Μάλλον όμως έκανε καλά ρισκάροντας να αναμετρηθεί μ΄αυτά, αφού κατάφερε να παρουσιάσει μια Αντιγόνη σύγχρονη, νεανική και σίγουρα ελπιδοφόρα ως προς το τι να περιμένουμε στο μέλλον από αυτήν.
Στην προσπάθειά της αυτή είχε πολύτιμους αρωγούς. Καταρχάς εξαιρετική αποδείχθηκε η επιλογή του σκηνικού χώρου του αιθρίου του Μουσείου Μπενάκη, καθώς παρέπεμπε σε ένα παλάτι γυάλινο, άρα και εύθραυστο, ένα παλάτι έτοιμο να μπάσει νερά, στο οποίο οι ήρωές του πασχίζουν να βρουν το σωστό και να ορίσουν τη μοίρα τους. Εξίσου εξαιρετικοί και οι μοναδικής αισθητικής αξίας φωτισμοί του Scott Bolman. Η ατμοσφαιρική μουσική της Μόνικα έδωσε παράλληλα ιδιαίτερη χροιά στην παράσταση και απογείωσε κυριολεκτικά τον ύμνο στον έρωτα. Τέλος, η λεπτοδουλεμένη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου ανέδειξε ακόμη παραπάνω τους στίχους του μεγάλου τραγωδού.
Η Λένα Παπαληγούρα μας χάρισε μια Αντιγόνη που σίγουρα θα θυμόμαστε. Μια Αντιγόνη αέρινη, με περίσσια παιδικότητα και δυναμισμό. Ένα αγοροκόριτσο που «αντί γόνου» επωμίζεται από μόνη της την υποχρέωση να τιμήσει τον αδικημένο αδελφό της Πολυνείκη. Αγέρωχη και στιβαρή, ανήμερο θηρίο που δεν μπορεί να κλειστεί σε κλουβί και να περιοριστεί από τις κοσμικές επιταγές του Κρέοντα. Η νεαρή ηθοποιός με έξοχη κίνηση γέμισε κάθε σπιθαμή του αιθρίου του Μουσείου Μπενάκη, δίνοντας μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία και σε πολλά σημεία πραγματικά μας συνεπήρε.
Η Βίκυ Παπαδοπούλου προσπάθησε μάταια να διεισδύσει στον ψυχισμό της Ισμήνης, καθώς δεν κατάφερε να ισορροπήσει τα συναισθήματά της και να αποδώσει με πειστικότητα τις απότομες ψυχολογικές μεταπτώσεις μιας κοπέλας που ακροβατεί ανάμεσα στα δίπολα που πραγματεύεται το έργο.
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ως Κρέοντας είχε αρκετές καλές στιγμές – όπως το σημείο που φιλά πατρικά στο μέτωπο και εν συνεχεία χτυπά την Αντιγόνη, καθώς και ο έντονος διαξιφισμός του με τον Αίμονα- γενικότερα όμως αφέθηκε στην ευκολία μιας αδικαιολόγητης μανιέρας ενός άτεγκτου δικτάτορα. Ωστόσο, η τελική σκηνή – κορύφωση της τραγωδίας – ήταν αρκούντως αξιοπρεπής.
Έκπληξη η ερμηνεία του Ορφέα Αυγουστίδη ως Αίμονα. Υπομονετικός, αλλά και δυναμικός, πηγαίνει κόντρα στον άρχοντα πατέρα του και τσακίζεται στο όνομα της αγάπης.
Τα βλέμματα ωστόσο κλέβει με μοναδικό τρόπο η Λυδία Φωτοπούλου ως χορός και Τειρεσίας. Για άλλη μια φορά η ελληνίδα ηθοποιός αποδεικνύει το τεράστιο υποκριτικό της ανάστημα, καθώς κατάφερε το ακατόρθωτο. Βαμμένη σε ασημί αποχρώσεις και «αρματωμένη» με δεκάδες εκκλησιαστικά τάματα, απαγγέλει όλα τα χορικά ως χορός με πρωτόγνωρο στόμφο, ενώ αργότερα διασχίζοντας τη φωτεινή πάροδο της «ορχήστρας» μεταμορφώνεται «μαγικά» σε μάντη Τειρεσία εκστομίζοντας ανατριχιαστικές απειλές στον Κρέοντα.
Μοναδική σοβαρή ένσταση σ΄αυτό το εμπνευσμένο στο σύνολό του εγχείρημα της Νατάσας Τριανταφύλλη, είναι ότι τελικά δεν κατόρθωσε να μας «περάσει» μία σαφή σκηνοθετική άποψη στο που ακριβώς ήθελε να εστιάσει στην τραγωδία αυτή. Στο ζήτημα του «ανίκητου στη μάχη» έρωτα ή στην πάλη ανάμεσα στο θεϊκό και κοσμικό δίκαιο; Και τελικά τι είναι αυτό που απασχολεί και τσακίζει τους ήρωες; Ο έρωτας ή η μοίρα και ποιος είναι αυτός που ορίζει την τελευταία;
Συμπερασματικά, μας χάρισε αρκετές κορυφώσεις, μας στέρησε όμως την απόλυτη θεατρική μέθεξη, την τελική δηλαδή κάθαρση των ηρώων, αφήνοντάς μας μία αμυδρή αίσθηση του ανικανοποιήτου.
Γεωργία Οικονόμου