Φίλιπ Ροθ: Γλίτωσα... από τη λογοτεχνία

18.02.2013
«Θα είμαι καλά χωρίς να γράφω. Ισως ακόμα πιο ευτυχής. Για να είμαι ειλικρινής, είμαι ήδη πιο ευτυχής...». O Φίλιπ Ροθ, απ΄ ό,τι φαίνεται, δεν «μπλόφαρε» όταν έλεγε ότι «σταματάει το γράψιμο».

Απόδειξη ότι σε εκτενή συνέντευξή του που δημοσιεύει σε ειδικό αφιέρωμά της η γαλλική εφημερίδα «Le Monde», το οποίο κυκλοφορεί από προχθές στη Γαλλία, ο Αμερικανός συγγραφέας δηλώνει «ευτυχισμένος» και απαλλαγμένος από τις «ασφυκτικές απαιτήσεις της λογοτεχνίας». Από τον περασμένο Οκτώβριο, όταν μαθεύτηκε η απόφασή του έως σήμερα, ο Φίλιπ Ροθ δεν έχει μετακινηθεί στο ελάχιστο από την απόφασή του: «Δεν χρειαζόμουν, ούτε χρειάζομαι μία λογική αιτιολογία. Δεν ήθελα να το κάνω άλλο και γι' αυτό σταμάτησα να το κάνω. Αυτή είναι όλη η ιστορία». Υπερθεματίζοντας λέει ότι «σίγουρα δεν έχω γράψει λογοτεχνία. Γράφω μόνο σελίδες επί σελίδων ως σχόλια για τον βιογράφο μου, αλλά αυτό δεν είναι λογοτεχνία. Δεν μπορεί να είναι. Δεν εμπεριέχει καμία θλίψη».

Παράλληλα «γράφει» με την 8χρονη Αμέλια «αρκετές ιστορίες μαζί, συγχρονισμένοι, μέσω e-mail. Γράφει αυτή μία παράγραφο, γράφω εγώ μία παράγραφο, μπρος-πίσω έτσι, ανεβάζοντας τον πήχη της φαντασίας καθώς προχωράμε».

Το αίσθημα του «πρωτάρη» τον «κυνηγάει» ακόμη μετά από πενήντα χρόνια δημιουργίας. «Μπορεί να πει κανείς ότι ένας από τους λόγους που σταμάτησα είναι ότι μετά από πενήντα χρόνια εξακολουθούσα να είμαι πρωτάρης - ένας αδέξιος πρωτάρης που του λείπει η εμπιστοσύνη, ολότελα σαστισμένος επί μήνες στην αρχή κάθε νέου βιβλίου. Σήμερα, ευτυχώς παραμένω πρωτάρης μόνο όσον αφορά το υπόλοιπο της ζωής».

Η αίσθηση της εμπιστοσύνης δεν κερδήθηκε χρόνο με το χρόνο; «Σπάνια ένας συγγραφέας είναι σίγουρος από την αρχή (ενός βιβλίου). Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: είσαι γεμάτος αμφιβολίες, βουτηγμένος στην αβεβαιότητα και την αμφιβολία».

Σχολιάζοντας τον όλο και περισσότερο συρρικνούμενο αριθμό αναγνωστών υπογραμμίζει ότι «ο αριθμός των αναγνωστών εξαφανίζεται όπως οι πολικοί παγετώνες. Ο αριθμός των σοβαρών αναγνωστών». Αλλωστε, προσθέτει... «ποτέ δεν υπήρξε μία Χρυσή Εποχή για το σοβαρό διάβασμα στην Αμερική. Δεν θυμάμαι, ωστόσο, ποτέ στη ζωή μου η κατάσταση να ήταν τόσο άσχημη για τα βιβλία -με όλη τη σταθερή προσήλωση και την αδιάσπαστη συγκέντρωση που απαιτούν- όπως σήμερα. Και θα είναι χειρότερα αύριο και ακόμα χειρότερα μεθαύριο.

Η πρόβλεψή μου είναι ότι σε τριάντα χρόνια, αν όχι συντομότερα, αυτοί που θα διαβάζουν σοβαρή λογοτεχνία θα είναι τόσοι όσο αυτοί που διαβάζουν σήμερα λατινική ποίηση. Ενα ποσοστό το κάνει. Ο αριθμός ωστόσο αυτών που θεωρούν τη λογοτεχνία ως μία εξαιρετικά επιθυμητή πηγή διαρκούς ευχαρίστησης και πνευματικής διέγερσης δυστυχώς μειώνεται».