Τον Ερωτόκριτο, το πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα του 16ου αιώνα, το αριστούργημα του σημαντικότερου εκπροσώπου της Κρητικής λογοτεχνίας, του Βιτσέντζου Κορνάρου, επέλεξε να μας παρουσιάσει φέτος ο Στάθης Λιβαθινός εγκαινιάζοντας με τον τρόπο αυτό το ανακαινισμένο Ακροπόλ.
Πρόκειται για ένα εμβληματικό έργο, για μία ίσως από τις καλύτερες στιγμές της λογοτεχνίας του 17ου αιώνα, ένα έργο που ο κρητικός ποιητής συνέθεσε επηρεασμένος από το γαλλικό μεσαιωνικό μυθιστόρημα Paris et Vienne, αλλά και από τα έργα της ιταλικής Αναγέννησης, δίνοντάς του ωστόσο μία πνοή αναμφισβήτητα ελληνική.
Η έμμετρη αυτή μυθιστορία αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και είναι γραμμένος στην Κρητική διάλεκτο. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι σώθηκε σε ένα μόνο αντίγραφο κι εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1713.
Η υπόθεση του έργου – που χωρίζεται σε πέντε μέρη - εκτυλίσσεται στην Αθήνα, σε μια μάλλον μυθική εποχή. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στον έρωτα της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά της αρχαίας Αθήνας Ηρακλή και του Ερωτόκριτου, γιού του πιο πιστού συμβούλου του βασιλιά. Ο βασιλιάς για να διασκεδάσει την θλιμμένη κόρη του Αρετούσα, διοργανώνει στο παλάτι αγώνες κονταροχτυπήματος, στους οποίους κερδίζει ο Ερωτόκριτος (δεύτερο μέρος). Στη συνέχεια ο νικητής με την προτροπή της αγαπημένης του Αρετούσας, τη ζητά σε γάμο από τον βασιλιά πατέρα της. Εκείνος όμως οργίζεται, εξορίζει τον Ερωτόκριτο και φυλακίζει την κόρη του, ύστερα από την άρνησή της να παντρευτεί άλλο βασιλόπουλο του Βυζαντίου (τρίτο μέρος). Στο μεταξύ ξεσπάει πόλεμος, ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Βλάχους, στον οποίο πολεμά και ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε Σαρακηνό. Νικά δίνοντας την τελική νίκη στον βασιλιά Ηρακλή ύστερα από κρίσιμη μονομαχία (τέταρτο μέρος).
Στο τέλος, ο βασιλιάς προσφέρει στον άγνωστο σωτήρα ολόκληρο το βασίλειό του, σε έκφραση ευγνωμοσύνης. Όμως το παλικάρι, ο Ερωτόκριτος, αρνείται, αλλά ζητά σε γάμο την φυλακισμένη Αρετούσα, που αποκρούει την πρόταση μέχρι να αναγνωρίσει τον αγαπημένο της. Τελικά γίνεται ο γάμος και ο Ερωτόκριτος αναγορεύεται βασιλιάς (πέμπτο μέρος).
Ευρηματική και πραγματικά εμπνευσμένη η σκηνοθετική σύλληψη του Στάθη Λιβαθινού, έδωσε νέα πνοή στο κείμενο και το έκανε να πάλλεται με επικό λυρισμό από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό της παράστασης, σαν τη ρυθμική ηχηρή ανάσα των πρωταγωνιστών του. Πραγματική έκπληξη – ακόμη δεν έχουμε ξεκάθαρα θετικά ή αρνητικά συναισθήματα για το εύρημα αυτό- το πρώτο μισάωρο της παράστασης, καθώς διαδραματίστηκε με την αυλαία κατεβασμένη και τους ηθοποιούς να βγαίνουν σταδιακά από πίσω της, να συστήνονται και να μας εισάγουν στην ιστορία του Ερωτόκριτου σαν να τρέχουν σε μία σκυταλοδρομία, δίνοντας δηλαδή ο ένας τη σκυτάλη/ ανάσα του αφηγητή στον άλλον και μοιραζόμενοι ισοσκελώς τη μακροσκελή αφήγηση του Κορνάρου.
Και έπειτα η αυλαία ανοίγει και εκπλησσόμαστε για δεύτερη φορά, καθώς ένα τεράστιο καρουζέλ έχει καταλάβει τη σκηνή. Και σ΄ αυτό το άκρως ανατρεπτικό και πρωτότυπο για ένα αναγεννησιακό έργο σκηνικό, λαμβάνει χώρα το υπόλοιπο έργο. Πάνω στο καρουζέλ, που άλλοτε συμβολίζει το παλάτι, άλλοτε το παρατηρητήριο και άλλοτε τη φυλακή της Αρετούσας, οι ήρωες ιππεύουν, μονολογούν, πολεμούν, μέχρι και που αποχαιρετούν τα εγκόσμια, σ΄ ένα ευφάνταστο παιχνίδι παθών, αλλά και αξιών.
Ο Λιβαθινός τοποθετεί τρεις Ερωτόκριτους και τρεις Αρετούσες να περιδιαβαίνουν στη σκηνή, σταδιακά, ακόμη και ταυτόχρονα – εξαιρετική η σκηνή με τα τρία ζευγάρια διαφορετικής ηλικίας επάνω στα άλογα του καρουζέλ- και να μάχονται προκειμένου να επικρατήσει ο αιώνιος και παντοτινός έρωτάς τους. Πραγματικά αριστουργηματική σκηνοθετικά και σπάνια θεατρικά η σκηνή του κονταροχτυπήματος στο δεύτερο μέρος μέρος του έργου, όπου οι ίδιοι οι ηθοποιοί «μεταμορφώνονται» σε περήφανα άτια και... χλιμιντρίζουν.
Μιλώντας τώρα– προσωπικά- από τη σκοπιά ενός κλασικού φιλολόγου, η παράσταση είναι πραγματικά εξαιρετική όχι μόνο στο φαίνεσθαι (σκηνοθεσία- σκηνικά- κοστούμια), αλλά και στο είναι. Και όταν λέμε «είναι» εννοούμε τη γλώσσα της, που δεν είναι άλλη από την καθάρια και απόλυτα όμορφη γλώσσα του Κορνάρου, αυτό το κρητικό ιδίωμα που μοιάζει πολύ με την αρχαία ελληνική και ηχεί σε ομοιοκατάληκτους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους σαν γάργαρο νερό. Ο Λιβαθινός πήρε το ρίσκο και έθεσε τους ηθοποιούς του αντιμέτωπους με το γλωσσικό αυτό «τέρας» του Κορνάρου και αυτοί όχι μόνο δεν το τρύπησαν διαμπερώς με τα κονταροχτυπήματά τους, όχι μόνο δεν το πετσόκοψαν με τα σπαθιά τους, αλλά κατάφεραν να συμπορευτούν μαζί του, να βγουν αλώβητοι από την αναμέτρηση αυτή και να το απογειώσουν με την καθαρή τους άρθρωση – δεν ακούσαμε ούτε ένα σαρδάμ, ούτε ένα κόμπιασμα της γλώσσας - και τη μουσικότητα όχι μόνο των λόγων, αλλά και του κορμιού τους συνάμα.
Αυτό, ωστόσο, που για τους φλογερούς εραστές της ελληνικής, είναι το μεγάλο ατού της παράστασης, είναι το στοιχείο που θα κουράσει, θα ζαλίσει και θα εκνευρίσει το μέσο κοινό (αυτά τα λέμε κρίνοντας από τα περιρρέοντα σχόλια του κοινού την ώρα, στο διάλειμμα και στο τέλος της παράστασης). Είναι λοιπόν λάθος ότι δεν υπάρχει πουθενά καμία σημείωση πως η παράσταση δεν είναι στη νεοελληνική γλώσσα.
Εκπληκτικές ερμηνείες δίνει το σύνολο των πρωταγωνιστών της παράστασης. Για ποιον και τι να πρωτοσχολιάσει κανείς κάτι. Για το πραγματικά ανεξάντλητο ταλέντο της Μαρίας Ναυπλιώτου που δε σταματά να μας εκπλήσσει; Εξαιρετική όχι μόνο ως ενήλικη Αρετούσα, αλλά και στους εναλλασσόμενους ρόλους του πρώτου μέρους μαγνήτιζε το βλέμμα μας ακόμη και στις σιωπηλές στιγμές της. Για τον Δημήτρη Ήμελλο και τη Γιώτα Φέστα που υποδύθηκαν τόσο απλά και φυσικά όλους τους ρόλους τους; Για τη Μαρία Σαββίδου και τον Χρίστο Σούγαρη που απέδωσαν τόσο στιβαρά και πειστικά τους ρόλους της Φροσύνης, παραμάνας της Αρετούσας και του Ρήγα αντίστοιχα; Για τον Γιώργο Χριστοδούλου που μας γοήτευσε ως έφηβος Ερωτόκριτος με την αγνότητα των συναισθημάτων του και το τρέμουλο του κορμιού του όταν αντίκριζε την Αρετούσα;
Μοναδική μας ένσταση η υπερβολική κάποιες φορές υπερκινητικότητα και αγαρμποσύνη της ανήλικης Αρετούσας, Νεφέλης Κουρή, καθώς εξαιτίας αυτού χανόταν η μοναδική «χημεία» της με τον Ερωτόκριτο. Τις δίνουμε πάντως τα εύσημα στον τελευταίο ερωτικό της μονόλογό, εκεί ήταν συγκλονιστική.
Δεν θα πρέπει να παραληφθεί να αναφερθεί τέλος, πως βασικό, σχεδόν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση παίζει η σε τζαζ αποχρώσεις μουσική του Δημήτρη Μαραμή, που ακούγεται ζωντανά και δένει αρμονικά με όλη την ατμόσφαιρα του κατά Λιβαθινόν Ερωτόκριτο.
Γεωργία Οικονόμου