Η κοινωνικοποίησή μας, ήδη από την παιδική μας ηλικία, είναι γεμάτη συγκρίσεις και αμφισβητήσεις. Όταν έρχεται το αδελφάκι είναι για το πρωτότοκο παιδί μια πηγή άγχους, ευθυνών και σύγκρισης: πρέπει να προσέχει περισσότερο γιατί είναι το μεγάλο, όλοι είναι πιο ανεκτικοί απέναντι στο μικρό γιατί «δεν καταλαβαίνει», δεν χαίρει πια της αποκλειστικότητας και της φροντίδας των γονιών του. Αργότερα στο σχολείο μαθαίνει, με επώδυνο καμιά φορά τρόπο, ότι δεν είμαστε όλοι ίσοι, ούτε ίδιοι. Πόσοι δεν θυμούνται στα εφηβικά τους χρόνια τον θαυμασμό για τον δημοφιλή «άλλο» που τραβούσε τα βλέμματα, τις ζήλιες αλλά και τις καρδιές του αντίθετου φύλου; Πόσοι δεν θυμούνται τους γονείς τους να μιλούν με θαυμασμό για κάποιο «άλλο» παιδί που τόσο καλά τα καταφέρνει στο σχολείο αλλά και στις παρέες εν αντιθέσει με σένα! Ή, ακόμα χειρότερα, όταν αυτός που τα καταφέρνει τόσο καλά είναι αδελφός/-ή σου.
Η σημασία της οικογένειας
Γιατί όμως συγκρινόμαστε με τους άλλους και πόσο αναπόφευκτη είναι αυτή η διαδικασία; Οι πρώτες μας αναφορές και εικόνες μεταξύ του εαυτού μας και του «άλλου» γίνονται πάντα μέσα στον οικογενειακό δεσμό. Από παντοδύναμα και συγχωνευμένα με τη μητέρα άτομα θα υποχρεωθούμε να «θυσιάσουμε» τη σχέση μας με αυτή για να κερδίσουμε την ελευθερία της ύπαρξής μας, την ανεξαρτησία μας και εντέλει την ίδια τη ζωή μας, μια που συγχωνευμένοι με τη μητέρα δεν είναι δυνατόν να την απολαύσουμε, αλλά ούτε και να τη ζήσουμε. Αυτά που βλέπουμε να γίνονται στο σπίτι, μεταξύ των μελών και των στενών οικείων του περιβάλλοντός μας είναι ο καμβάς των πρώτων μας συγκρίσεων. Πώς μιλάει η μητέρα στο παιδί της; Τι του λέει για τα μάτια του, τις εκφράσεις του, το σώμα του; Πόσο του επιτρέπει να φύγει από την αγκαλιά της για να ανοιχθεί στον κόσμο, γνωρίζοντας ότι εκείνη θα είναι πάντα εκεί υποστηρικτικά; Πώς το ενθαρρύνει για να το κάνει να νιώθει ικανό να τα καταφέρει με τα λόγια, τα βλέμματα που του απευθύνει, τις σωματικές στάσεις, τις σιωπές της; Το ίδιο και για τον πατέρα, ο οποίος πρέπει να είναι εκεί και να απασχολεί θετικά και τη ζωή της μητέρας, κάνοντας έτσι δυνατό το διαχωρισμό της αυτονόμησης. Πώς μιλούν μεταξύ τους οι γονείς; Είναι ευγενικοί, σέβονται ο ένας τον άλλον, επικοινωνούν, συζητούν για την καθημερινότητά τους με ανθρώπινο και όχι αδιέξοδο τρόπο; Δείχνουν στο παιδί ότι δεν χρειάζεται να τα καταφέρει για εκείνους, ώστε να ικανοποιήσει ματαιωμένες επιθυμίες τους, να αναστήσει την πεθαμένη συναισθηματική τους σχέση, να ζήσει γι’ αυτούς;
Σύγκριση και ταυτότητα
Στις περισσότερες περιπτώσεις πίσω από το οδυνηρό παράπονο μιας τέτοιας σύγκρισης με τους υπέροχους, επιτυχημένους «άλλους» κρύβεται ένας αποτυχημένος οικογενειακός δεσμός, ανίκανος να θρέψει το μέλλον του παιδιού. Συχνά οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεγαλώσει με μια μητέρα απαξιωτική ή επιθετική-κακοποιητική και με πατέρα απόντα ή υπερβολικά αδιάφορο. Ένα παιδί, όμως, δεν μπορεί να φανταστεί ότι οι γονείς του έχουν άδικο και ότι κάτι δεν κάνουν καλά! «Αν η μαμά μου με κοιτάζει με θλίψη και περιφρόνηση ή με χτυπά, είναι επειδή εγώ είμαι κακό παιδί και το αξίζω», φαίνεται να πιστεύει, και αυτό θα αντανακλάται σε όλες τις σημαντικές σχέσεις της ζωής. Αν δεν διερευνηθούν οι ψυχικοί αυτοί τραυματισμοί, δεν θα καταλάβουν γιατί δεν μπορούν να επιβληθούν, να κάνουν τους άλλους να τους σέβονται ή να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Ας μην ξεχνάμε και μια άλλη εξίσου δύσκολη παράμετρο: η επιτυχία που ονειρεύονται τους απομακρύνει από την οικογενειακή κληρονομιά, από τους γονείς που δεν τα κατάφεραν, θα πρέπει να τους «αποχωριστούν». Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, όταν στο πίσω μέρος του μυαλού αυτός ο «αποχωρισμός» σημαίνει εν πολλοίς «αφανισμό» του σημαντικού άλλου, που «επιζεί» από τη μη επιτυχή ζωή τους.
Ανακαλύπτοντας τον επιτυχημένο εαυτό μας
Για να επιτύχουμε σε στόχους και επιθυμίες, μπορούμε να παίρνουμε παράδειγμα και να εμπνεόμαστε από την πορεία ζωής και τις επιτυχίες άλλων ανθρώπων. Αυτή η στάση εμπεριέχει μια ευγενή μορφή άμιλλας, που απέχει πολύ από την απαξιωτική σύγκριση. Είναι πολύ σημαντικό να θέτουμε στον εαυτό μας ουσιώδεις ερωτήσεις, όπως: «Τι είναι αυτό που θέλω να επιτύχω; Τι επιθυμώ πραγματικά;». Όταν γνωρίζουμε με σαφήνεια τι επιθυμούμε, θα μπορέσουμε να βγούμε από το φαύλο κύκλο φθόνου, ανημποριάς και απελπισίας που προκαλείται από τις άστοχες συγκρίσεις. Συχνά μπορεί να βοηθήσει και η αλλαγή οπτικής: να αντιληφθούμε π.χ. ότι όχι δεν τα καταφέρνουν οι άλλες μαμάδες καλύτερα από εμάς, δεν πάνε σαν μοντέλα στο γραφείο, κουράζονται κι αυτές στο σπίτι… Αυτά γίνονται στην πραγματική ζωή, τα άλλα είναι δικά μας φαντάσματα, δικής μας επιθυμίας τελειότητας. Και κυρίως να αναλογιστούμε πώς προσδιορίζουν και οι «άλλοι» την επιτυχία τους. Κάποιος π.χ. μπορεί να βγάζει πολλά χρήματα (κάτι που εμείς το θεωρούμε επιτυχία), αλλά ο ίδιος να θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο γιατί δεν κατάφερε να πετύχει το ιδανικό του και να βρει ένα σύντροφο. Και, στο τέλος τέλος, μπορεί να καταλάβουμε ότι το να πετύχουμε, με την έννοια της επιτυχίας των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, δεν μας λέει και τόσα πολλά. Ότι νίκη για μας είναι πως μπορούμε να νικήσουμε τα φαντάσματά μας και όχι να θριαμβεύουμε επί του άλλου. Ότι μας καλύπτουν άλλες αρχές, σχέσεις, συναισθήματα. Κι αυτό είναι πραγματικά η μεγαλύτερη επιτυχία μιας ανθρώπινης ζωής!
«Χαίρομαι για σένα!»
Πρόσφατη έρευνα από ερευνητές κοινωνιολόγους στο Παν/μιο της Γιούτα στις ΗΠΑ, που έγινε στους χρήστες λογαριασμών του Facebook, έδειξε ότι όταν ανακοινώνονται επιτυχίες και χαρές των «φίλων» προκαλείται θλίψη και ένα δυσάρεστο αίσθημα, παρά χαρά. Ίσως επειδή –λένε οι ερευνητές– από κάτω κρύβεται η ερώτηση: «Γιατί όχι κι εγώ;». Προτείνουν, μάλιστα, ως αντίδοτο να περνούν οι άνθρωποι λιγότερες ώρες μπροστά σε μια οθόνη και να επενδύουν περισσότερο σε δράσεις που να ικανοποιούν τη δική τους ζωή, όπως κοινωνική προσφορά και εθελοντισμός.
AΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΓΓΑΝΑ, ΨΥΧΟΛΟΓΟ-ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΡΙΑ
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Αρμονία, τεύχος 170
Update: Σεπτέμβριος 2016.