Ένα συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο «γράμμα» στον αδικοχαμένο γιο της, ο οποίος έφυγε την περασμένη Παρασκευή σε ηλικία μόλις 25 χρόνων, έγραψε η Μπέλλα Κυδωνάκη. Η τραγική μητέρα στην κηδεία αποχαιρέτησε με τον δικό της τρόπο το γιο της, κάνοντας τους πάντες να λυγίσουν. Λόγια αγάπης, μίας μάνας που αποχωρίζεται το παιδί της, ξαφνικά…αναπάντεχα, χωρίς να προλάβει να το αποχαιρετήσει. Έτσι, με το «γράμμα» του λέει το αντίο της, δίνοντας την υπόσχεση ότι σύντομα θα συναντηθούν….
«Αγαπημένε μου πρίγκιπα... έτσι σε ένιωθα από την πρώτη στιγμή που σε είχα μες την κοιλιά μου. Από την αρχή που γεννήθηκες βιαζόσουν. Ο γιατρός είχε πει ότι θα γεννηθείς Αύγουστο και εσύ γεννήθηκες Ιούλιο. Ακόμα και μέσα στο νοσοκομείο είχες κερδίσει τις νοσοκόμες.
Όταν ξεκίναγες να κλαις έτρεχαν όλες οι νοσοκόμες να σε πάρουν αγκαλιά γιατί δεν μπορούσε καμία να σου χαλάσει χατίρι. Αυτός είναι ζόρικος μου έλεγαν οι νοσοκόμες. Δεν θα τα βγάλεις εύκολα πέρα μαζί του. Είναι τσαμπουκάς και θα κάνει αυτό που θέλει. Τα κατάφερε και του έχουμε 'ολες αδυναμία. Έτσι και έγινε. Από μικρός όπου και να ήσουν κέρδιζες τις εντυπώσεις. Ήσουν πολύ όμορφος και το έλεγαν όλοι.
Όταν τους χαμογελούσες, νόμιζες ότι φωτίζει ο κόσμος γύρω. Από μικρούλι στην πλατεία που πηγαίναμε όλοι περιμένανε τον Σκάρο να παίξει μαζί τους. Όλα τα παιδάκια σε ακολουθούσαν. Τους έδινες χαρά. Στιες τρέλες πρώτος. Αυτοκινητάκια, ποδήλατα, όλα τα παιχνίδια του Θεού στα πόδια σου. Άνοιγαν οι Ουρανοί και σε έβρεχαν με δώρα. Από μικρός ζωγράφιζες. Πάντοτε αποτύπωνες με τον δικό σου τρόπο αυτά που ένιωθες μέσα σου, με χρώματα και σχέδια. Έδειχνες να έχεις όνειρα για τον κόσμο. Ζωγράφιζες όμορφα πράγματα, που έκανες τον άλλον να νιώθει ότι υπάρχει και κάτι καλύτερο απ΄ αυτό που βλέπουμε.
Στην εκκλησία παπαδάκι με χιλιάδες σκανταλιές και πειράγματα στους άλλους.
Όταν ερωτεύτηκες το πρώτο κοριτσάκι στο Δημοτικό, με είχες στείλει να της πάρω λουλούδια για να της τα πας. Της είχες γράψει ένα μικρό γραμματάκι. Ακόμα το φυλάω. Κύκλωσε με ναι ή με όχι αν με θέλεις. Αν πεις ναι οκ! Αν πεις όχι, δεν θέλω να σε ξέρω. Ακόμα γελούσες με αυτό το γραμματάκι. Ριψοκίνδυνος από μικρός, ποδήλατα, αργότερα σκέϊτμπορντ, και από τα 14 οδηγούσες αμάξι. Η μεγάλη σου αγάπη οι μηχανές και η ταχύτητα. Λες και ήθελες να πιάσεις τον χρόνο να τον σκλαβώσεις. Μάνα όταν τρέχω είμαι εγώ, είμαι ο εαυτός μου. Εγώ φοβόμουν, φώναζα, αλλά το έπαιζα γενναία. 'Ήμουν περήφανη που δεν φοβόταν τίποτε. Ανέβαινες στις μηχανές, έκανες σούζες, φλερτάριζες συνέχεια με τον θάνατο.
Όλο με ρωτούσες: «μαμά εσύ τα ξέρεις αυτά και είσαι σοφή. Πες μου τι γίνεται μετά που πεθαίνουμε. Διάβασε εσύ που είσαι σοφή να μου πεις. Ψάξε και πες μου θέλω να ξέρω».
«Μαμά θέλω να ξαναβρεθούμε» μου είπε μια μέρα κλαίγοντας και δεν θέλω να σε χάσω ούτε εσένα ούτε τον μπαμπά, ούτε την αδελφή μου, ούτε τη γιαγιά. Σας θέλω όλους ίδιους πάλι. Να είμαστε μαζί. Σε παρακαλώ αυτό δεν το αντέχω».
Από μικρό σε απασχολούσε ο θάνατος λες και ήξερες ότι θα φύγεις νέος. Γι΄ αυτό πάντα βιαζόσουν. Μάνα γρήγορα μου έλεγες. Δεν έχουμε χρόνο. Θέλω όλα να τα κάνω. Καλά παιδί μου σου έλεγα. Πάντα το ξέραμε και οι δυο μας από μέσα μας χωρίς όμως να το συνειδητοποιούμε ότι θα φύγεις.
Πές μου μαμά, πως είναι εκεί στο θάνατο. Ένα πέρασμα του έλεγα. Πάντα μαζί θα είμαστε. Μόνο το σώμα μας φεύγει όλα τ' άλλα μένουν. Πάνω απ΄ όλα η αγάπη υπάρχει και την κουβαλάμε πάντα, γι΄ αυτό αγάπα όσο μπορείς όλους και όλα.
Μανούλα μου φώναζες από μακριά. Μαμά σε αγαπώ. Μου το έλεγες συνέχεια. Όταν τσακωνόμαστε μου έλεγες: Μαμά έλα να αγκαλιαστούμε. Δεν θέλω μούτρα σε παρακαλώ.
Εμπιστευόσουν τους ανθρώπους, τους λάτρευες, τους φιλοξενούσες. Ερχόταν συφερτός στο σπίτι από νέα παιδιά, καινούργια, που ούτε καν τα ήξερα. Θύμωνα καμιά φορά:
«Βρε Γιαννάκη» σου έλεγα. «Όποιον γνωρίζεις τον φέρνεις σπίτι;»
«Ναι μαμά. Οι άνθρωποι είναι καλοί. Μην τους φοβάσαι. Εσύ μου τα έμαθες αυτά. Τώρα τι έπαθες και είσαι αφιλόξενη».
Πακιστανοί, μαύροι, όλος ο κόσμος. Μιλούσε Αλβανικά. Του έλεγαν έλα στην Αλβανία, θα σε κάνουμε Πρόεδρο. Είσαι δικός μας άνθρωπος.
Μάλλον το ήξερες ότι θα φύγεις και ήθελες να ζήσεις. Πριν το ατύχημα, κάθε ημέρα διασκέδαζες, έβγαινες, το τηλέφωνο χτύπαγε κάθε 2 λεπτά.
Ήθελες να τους βοηθήσεις όλους.
«Μαμά βάλε μια από τις γνωριμίες σου να βοηθήσουμε τον τάδε φίλο».Ο, τι είχες το μοιραζόσουν. Η μεγάλη σου αγάπη τα κορίτσια.
«Μαμά σε άλλη ζωή πρέπει να ήμουν μαχαραγιάς στην Αραβία. Για κοίταξε τι λέει το ωροσκόπιο μου. Τις αγαπάω πολύ, αλλά για κοίτα το χάρτη της, ταιριάζω; Τον τελευταίο καιρό είχες γνωρίσει την Κωνσταντινούλα.
Μαμά μου έλεγες, εγώ εδώ θ΄ αράξω και θα κάνω και ένα μωρό. Πρώτα τον Χριστάρα και μετά την Μπελλίτσα, και άμα μπορέσουμε θα κάνω και τρίτο, τον Μανωλάκη, γιατί είναι και αυτός σαν πατέρας μου.
Είμαι ευτυχισμένος μαζί της, ταιριάζουμε. Το καλοκαίρι θα πάω στην Ελαφόνησο. Και μετά θα πάμε στην Ικαρία. Εκεί είναι η πατρίδα μου, τη λατρεύω, θα χορεύω και τον Ικαριώτικο.
Το ατύχημα έγινε στις 2/2, στις 2:10 τα ξημερώματα. Πάλεψες σαν παλικάρι και κέρδισες τη μάχη με το θάνατο. Έχασες τον φίλο σου, πήγες και έκανες τατουάζ στο χέρι με το όνομα του.
Με ρώταγες: «μάνα που είναι ο Κώστας; θα τον βρω; πες μου εσύ που ξέρεις τι θα γίνει. Μάνα πες μου για το πέρασμα που μου έλεγες θα τον βρω μετά».
Ναι παιδί μου του έλεγα, τίποτε δεν χάνεται. Αγαπούσες σε όλη σου τη ζωή τη γρηγοράδα. Αγαπούσες τις μηχανές γιατί σου έδιναν τη γρηγοράδα των Αγγέλων. Είχες την πίστη και την αφέλεια των Αγγέλων. Εμπιστευόσουν τους πάντες. Φοβόσουν το θάνατο, επειδή είχες καταλάβει ότι εδώ είμαστε πεθαμένοι. Εκεί είναι η ζωή όχι εδώ.
Συγγνώμη αν σε έχω στεναχωρήσει μανούλα και όλους σας μου είπε την Κυριακή που ήθελε οπωσδήποτε να κοινωνήσει.
Στην κοπέλα του είπε: «θέλω στην κηδεία μου να φοράτε όλοι άσπρα».
Τι βλακείες λες του είπε η Κωνσταντίνα. Κάνε αυτό που σου λέω.
Αγόρι μου ήρθες από τον Παράδεισο κατευθείαν για να μας διδάξεις, πως είναι εκεί. Για να μας ξυπνήσεις, να μας φωτίσεις, να μας δείξεις τον αληθινό κόσμο.
Έλεγα ο γιος μου και φώτιζε το σύμπαν για μένα. Έλεγα θα σας γνωρίσω τον γιο μου και τον περίμενα σαν τον θεό να τον γνωρίσετε. Είσαι το καμάρι μου, είσαι ο άγγελος μου, ήρθες και μου έκανες το πιο μεγάλο δώρο. Είμαι η πιο τυχερή μητέρα στον κόσμο. Ζεις και πάντα θα ζεις παντού και πάντα. Σύντομα θα συναντηθούμε. Στο άλλο σύμπαν όπως σου έλεγα. Θέλω μέσα από την συντετριμμένη μου καρδιά να πω ότι το μεγάλο δώρο που μου αφήνει ο πρίγκιπας μου είναι η αγάπη. Άνοιξε η καρδιά μου από τον πόνο σαν λουλούδι και αγαπάει ακόμα και απ΄ αυτούς που κρατούσα θυμό ή με είχαν βλάψει.
Γιε μου σ΄ αγαπάω. Σ΄ ευχαριστώ που ήρθες στη ζωή μου. Φώτιζε μας από εκεί που είσαι».