Aπό την Κατιάνα Ματζαρίδου
Από την περασμένη Τρίτη, που ο Νίκος Κούρκουλος μπήκε στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν», η σύντροφος της ζωής του Μαριάννα Λάτση ήταν δίπλα του 21 ώρες το 24ωρο. Δεν έφευγε από κοντά του παρά μόνο για να πάει κάποιες ώρες μέχρι το σπίτι και να δει τα δυο τους παιδιά, την Εριέττα και τον Φίλιππο. Μαζί της ήταν τις περισσότερες φορές και η κόρη του Μελίτα. Ήταν εκεί μέχρι αργά το βράδυ της Δευτέρας. Την Τρίτη το πρωί ξαναπήγε πολύ νωρίς στο νοσοκομείο κι έμεινε μέχρι την τελευταία στιγμή.
Ο μεγάλος του γιος, ο Άλκης Κούρκουλος, ήταν πολύ στεναχωρημένος. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε μαζί του κυριολεκτικά δεν μιλιόταν. Μόλις είχε φύγει από το νοσοκομείο. «Τι να λέμε τώρα. Αφήστε με», μας είπε και απέφυγε οποιαδήποτε δήλωση.
Συμφιλιωμένος με τα όσα του συνέβαιναν, ο σπουδαίος θεατράνθρωπος έδινε κουράγιο στη Μαριάννα, στην κόρη του, στον αδελφό του Στέφανο, προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις.
Άλλωστε, όλο το διάστημα που έδινε τη μάχη για τη ζωή προσπαθούσε να κρύψει τον πόνο, τα συμπτώματα της ασθένειας και η αλήθεια είναι ότι κατάφερνε να είναι πειστικός ήταν σπουδαίος ηθοποιός.
Οι μόνοι που έλειπαν από κοντά του ήταν η 14χρονη Εριέττα και ο 7χρονος Φίλιππος, που τον είδαν για τελευταία φορά πριν μπει στο νοσοκομείο.
Ήταν κοινή απόφαση και των δύο γονιών να μη δώσουν στα παιδιά να καταλάβουν τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ήλπιζαν ότι όλα θα πάνε καλά και ότι εκείνος θα ξαναγύριζε σπίτι και θα τα έσφιγγε στην αγκαλιά του όπως έκανε κάθε φορά.
Ωστόσο, οι δυνάμεις του τον πρόδωσαν. Και στο ύστατο «αντίο» τα στερνοπούλια του δεν ήταν παρόντα. «Καλύτερα», λένε κάποιοι. «Για να θυμούνται τον πατέρα τους αγέρωχο, δυνατό, όρθιο».
Τραγική μάνα
Ασήκωτο και το καθήκον της Μαριάννας Λάτση να πάει να τα βρει, ανήμερα των Τριών Ιεραρχών δεν είχαν σχολείο, στο σπίτι τους στην Εκάλη και να τους φέρει τα άσχημα μαντάτα. Χρειάστηκαν κάποιες ώρες για να μπορέσει και η ίδια να μαζέψει τα κομμάτια της και να συνέλθει. Να συνειδητοποιήσει την απώλεια και να πάρει κουράγιο. «Πώς να πεις σε δύο παιδιά ότι ο πατέρας τους έφυγε για πάντα. Πώς να τ αντέξεις να αντικρίσεις δυο αγγελούδια που μένουν ορφανά;».
Είναι απίστευτο το πόσο αγαπητός ήταν ο Νίκος Κούρκουλος. Από την περασμένη Παρασκευή, που η είδηση της νοσηλείας του έγινε γνωστή, εκατοντάδες άνθρωποι, απλός κόσμος που περνούσε από τη λεωφόρο Μεσογείων με το αυτοκίνητό τους σταματούσαν να ρωτήσουν πώς είναι η υγεία του.
Απίστευτα μεγάλος ήταν και ο αριθμός των φίλων, συνεργατών και συναδέλφων που έμπαιναν από το γκαράζ για να μη γίνουν αντιληπτοί και ανέβαιναν απευθείας στο δωμάτιό του για να τον δουν.
Συγκινητική και η προσέλευση του κόσμου στο νεκροταφείο Ζωγράφου, από το οποίο κηδεύτηκε το μεσημέρι της Τετάρτης.
Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν παιδί φτωχής οικογενείας. Μεγάλωσε στου Ζωγράφου και πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο στην Καισαριανή. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί μαζί με την οικογένειά του τον αδελφό του, τον πατέρα του στη γειτονιά που γεννήθηκε. Εκεί που έκανε τα πρώτα του βήματα. Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Έζησε με μοναδική αξιοπρέπεια κάθε στιγμή της ζωής του, επέβαλε τους χαμηλούς τόνους σε κάθε έκφανση του ιδιωτικού του βίου και υπήρξε αντιστάρ με όλη τη σημασία της λέξης.
Ο μεγάλος σταρ, ο μεγάλος φίλος
Στις 5 Δεκεμβρίου 1934 γεννήθηκε ένα μεγάλο αστέρι, που η λάμψη του ξεπέρασε πολλούς γαλαξίες και ξεχώρισε ανάμεσα σε τόσους κομήτες και δορυφόρους σταρ.
Ο Νίκος Κούρκουλος. Ο ωραίος. Ο αρρενωπός. Ο δυνατός. Ο τρυφερός. Ο ευγενικός. Ο ιδανικός εραστής. Ο μεγάλος φίλος.
Δεν ήταν η μοίρα, αλλά ούτε οι συγκυρίες που τον ανέβασαν τόσο ψηλά. Ήταν ο ίδιος, που χάραξε το δρόμο του και τη φωτεινή του πορεία στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Και το περίεργο είναι ότι το ξεκίνημά του άρχισε από έναν... «Κατήφορο». Ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης που με το αλάνθαστό του ένστικτο τον διάλεξε να πρωταγωνιστήσει στον «Κατήφορο», όπου ο Νίκος Κούρκουλος έδειξε το τεράστιο ταλέντο του, που τον οδήγησε σ' έναν υπέροχο ανήφορο λάμψης, δόξας και λατρείας.
Δεν χρειάζεται να σας θυμίσω εγώ όλη αυτή την ένδοξη διαδρομή του στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στις μεγάλες του αγάπες. Η ζωή του ήταν γεμάτη σταθμούς, αλλεπάλληλους σταθμούς επιτυχίας και αναγνώρισης. Το κοινό τον λάτρεψε. Οι γυναίκες τον έκαναν είδωλό τους. Οι άντρες τον είχαν ιδανικό πρότυπο. Και ο ίδιος ήταν ένας υπέροχος φίλος. Για όλους.
Και ήρθε τελικά μια υπέροχη γυναίκα στη ζωή του, που μαζί της έχει διανύσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα τους δρόμους προς την επιτυχία, την ευτυχία: η Μαριάννα Λάτση. Είναι η Μαριάννα που του χάρισε τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής του, με τη μικρή τους Εριέττα και το χαριτωμένο Φίλιππο σε έναν Παράδεισο, ίσως ίδιο με αυτόν όπου ο Νίκος Κούρκουλος ταξιδεύει τώρα.
Κι ενώ υπήρχαν ορισμένοι που πίστευαν ότι όλη αυτή η δόξα και η λάμψη θα τον έκαναν απόμακρο και εγωιστή, ήταν πραγματικά εκπληκτικό το πόσο ανθρώπινος και ταπεινός ήταν ο Νίκος Κούρκουλος όλα αυτά τα τελευταία χρόνια.
Η μόνη που δεν τον πρόσεξε, αλλά τον χτύπησε ήταν η φοβερή αρρώστια.
Ηρωικά την αντιμετώπισε, υπέμεινε όλα τα χτυπήματα και τις ταλαιπωρίες και, επιστρατεύοντας όλη του την υποκριτική ικανότητα, έκρυβε απ όλους, για να μην τους λυπήσει, το μαρτύριό του, έχοντας πάντα δίπλα του την αγαπημένη του Μαριάννα.
Θα αναφέρω δύο μόνο περιστατικά, που έρχονται αυτήν τη στιγμή στη δακρυσμένη μου μνήμη...
Πριν από δύο χρόνια περίπου, σε μια πρεμιέρα του Βλαδίμηρου Κυριακίδη στο θέατρο «Νέο Ριάλτο», την ώρα που περίμενα στην ουρά στο ταμείο για να πάρω την πρόσκλησή μου είδα κατάπληκτος τον Νίκο Κούρκουλο στο τέλος της ουράς να περιμένει υπομονετικά να εξυπηρετηθούν όλοι οι άλλοι. Τότε δεν άντεξα και φώναξα δυνατά σε όλους που ήταν μπροστά από μένα: «Συγνώμη, μήπως πρέπει να αφήσουμε να περάσει μπροστά ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου για να πάρει την πρόσκλησή του;». Όλοι αμέσως άφησαν ένα μεγάλο κενό για να προχωρήσει. Και θα το πιστέψετε; Ο Νίκος Κούρκουλος με κοίταξε χαμογελαστός και... κοκκίνισε την ώρα που μου έλεγε: «Δεν πειράζει. Θα περιμένω τη σειρά μου... Σας ευχαριστώ όλους».Από τότε τον συνάντησα πολλές φορές και στο Εθνικό Θέατρο και σε συνεντεύξεις Τύπου και σε κοσμικές εκδηλώσεις.
Πώς όμως μπορώ να ξεχάσω και την τελευταία μας συνάντηση στο Μέγαρο «Pallas» της οικογένειας Λάτση στο Κεφαλάρι, στις 30 Νοεμβρίου 2006, ακριβώς δύο μήνες πριν, όταν έγινε η παρουσίαση του βιβλίου «Το αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών» από τον Όμιλο Λάτση;
Στη δεξίωση που ακολούθησε βρέθηκα κοντά στη γοητευτική Εριέττα Λάτση, τη Μαριάννα Λάτση και τον Νίκο Κούρκουλο, που ήταν τόσο κομψός εκείνη την ημέρα, τόσο νέος, τόσο ωραίος. Δεν άντεξα και σε μια στιγμή του θύμισα το παρατσούκλι που του είχα βγάλει και του το είπα σφίγγοντάς του τα χέρια...
«Πραγματικά, τώρα που σε βλέπω παραδέχομαι τον εαυτό μου που δεν σε λέω Κούρκουλο, αλλά Κουρ-κούκλο...».
Ξέσπασε μαζί με τη Μαριάννα σε γέλια και με φίλησε. Για να με ευχαριστήσει;
Δεν ξέρω, τι να πω... Τώρα που θυμάμαι αυτή την τελευταία συνάντηση έχω την αίσθηση ότι εκείνος δεν ήθελε μόνο να με ευχαριστήσει, αλλά και να με αποχαιρετήσει... Να με αποχαιρετήσει τη μέρα που κυκλοφόρησε το βιβλίο για το «Μουσείο των Δελφών».
Πώς να μη δακρύσω όταν τώρα σκέφτομαι πως ο Νίκος Κούρκουλος ταξιδεύει στον ουρανό ίσως επάνω στο ίδιο άρμα μαζί με τον Ηνίοχο των Δελφών;
Κώστας Π. Παναγιωτόπουλος, ΒΑR-ΒΑR.
30 Ιανουαρίου 2007
Ο αντιστάρ που λατρέψαμε
Είναι η πρώτη φορά που ο Νίκος Κούρκουλος δεν θα είναι συνεπής με την υπόσχεση που μου έδωσε μόλις λίγες μέρες πριν, όταν μιλήσαμε στο προσωπικό του τηλέφωνο για τα σχέδιά του.
«Σύντομα θα τα πούμε κι από κοντά. Να σαι καλά και να παλεύεις πάντα γι αυτό που αγαπάς», μου είπε κλείνοντας τη συζήτηση που είχαμε για όλα αυτά που ετοίμαζε στο Εθνικό Θέατρο. Μόνο που αυτήν τη φορά η μοίρα στάθηκε πιο δυνατή από τη μαγκιά που είχε να κρατάει πάντα τις υποσχέσεις του. Κάτι που έκανε πάντα στα περίπου 15 χρόνια που τον γνώριζα και με είχε τιμήσει με τη φιλία του. Ήταν ένας από τους πιο ντόμπρους ανθρώπους που γνώρισα στα 20 χρόνια της δημοσιογραφικής μου πορείας. Αν κέρδιζες την εμπιστοσύνη του, δεν το ξεχνούσε ποτέ. Αυτό συνέβη και μ εμένα. Σε καιρούς δύσκολους, όταν προσπαθούσε να ισορροπήσει τις δύσκολες καταστάσεις που συνάντησε το 1994 όταν ανέλαβε το Εθνικό Θέατρο, είχαμε συζητήσει πολλά πράγματα για τα σχέδιά του, αλλά πάντα έμεναν μέσα στους τέσσερις τοίχους του γραφείου του στην Αγίου Κωνσταντίνου, όπου πήγαινε από πολύ νωρίς το πρωί και έφευγε αργά το βράδυ. Δεν είχα προδώσει ποτέ την εμπιστοσύνη του και αυτό ο Νίκος Κούρκουλος δεν το ξέχασε ποτέ. Όταν μου έδωσε το προσωπικό του κινητό τηλέφωνο, δεν το πίστευα, όπως δεν πίστευα κάθε φορά που τον έπαιρνα στο τηλέφωνο ότι στα επόμενα πέντε λεπτά θα με είχε πάρει πίσω.
Θυμάμαι πάντα τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του να μου λέει: «Νίκος Κούρκουλος. Τι κάνεις;» κι εμένα να νιώθω τυχερή που είχα καταφέρει να κερδίσω την εκτίμησή του. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μοίρα θα μας συνέδεε με αυτό το τηλέφωνο σε κάποιες από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής του και πως θα ήμουν εγώ εκείνη που θα του μιλούσα πρώτη το Φεβρουάριο του 2002, όταν μόλις είχε πατήσει το πόδι του στην Ελλάδα έχοντας ξεπεράσει για άλλη μια φορά την αρρώστια που πάλεψε με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
«Ευχαριστώ το Θεό που γύρισα και μυρίζω το χώμα της Ελλάδας», ήταν η φράση που μου είπε κι ένιωσα ότι για άλλη μια φορά είχε καταφέρει να μη διαψεύσει όλους εμάς που πιστεύαμε στην ατσάλινη θέλησή του. Τι κι αν αυτή η συνομιλία μας ήταν μια δημοσιογραφική επιτυχία που καταγράφηκε στο ενεργητικό μου; Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν αυτός ο τόσο δυνατός άνθρωπος που έδωσε άλλη μορφή κι έκανε ξανά πολύ σημαντικό το Εθνικό Θέατρο να είναι καλά.
Θυμάμαι και κάποια Χριστούγεννα που ήταν στο νοσοκομείο στο εξωτερικό και σχεδόν όλοι τον είχαν ξεγράψει εκτός από κάποιους σαν κι εμένα που ήξεραν πόσο παλικάρι είναι που πήρα να του ευχηθώ περαστικά γνωρίζοντας ότι ίσως λόγω της βαριάς θεραπείας που είχε ξεκινήσει να μην είχα απάντηση. Κι όμως, για άλλη μια φορά εκείνος μου τηλεφώνησε αμέσως για να με καθησυχάσει ότι θα γυρίσει σύντομα στην Ελλάδα, έχοντας νικήσει και σ' αυτήν τη μάχη.
Έτσι ήταν ο Νίκος. Ήξερε να παλεύει και να κερδίζει μάχες. Αυτό σκεφτόμουν συνέχεια και κάθε φορά που συναντιόμασταν σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και στην Επίδαυρο ευχαριστούσα το Θεό που είχε εκτιμήσει όλα αυτά που χάριζε αυτός ο άνθρωπος απλόχερα στους γύρω του, τους δικούς του ανθρώπους, τους φίλους του και τους καλλιτέχνες.
Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι όπως ήμουν η μόνη που είχα καταφέρει να του μιλήσω, έτσι θα ήμουν πάλι η μόνη και η τελευταία που λίγο πριν μπει ο καινούργιος χρόνος θα ξαναμιλούσα μαζί του για όλα αυτά που ετοίμαζε. Γιατί παρόλο που η αρρώστια τον έκανε να μπαίνει συχνά στο νοσοκομείο και να ακολουθεί δύσκολη και αυστηρή θεραπεία, εκείνος δεν κατέθετε τα όπλα. Δεκατρία χρόνια στο Εθνικό Θέατρο δεν σκέφτηκε ποτέ ακόμα κι όταν η αρρώστια τον καταδυνάστευε να εγκαταλείψει αυτό που αγαπούσε πάρα πολύ. Και ήταν πραγματικά μεγάλη η απόφασή του να αποσυρθεί από το σανίδι και τον κινηματογράφο για να υλοποιήσει τα όνειρα που έκανε ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Πίστευε ότι δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη δεν χωράνε και προτιμούσε να δίνει πνοή στην πρώτη σκηνή της χώρας μας, παρά να επιστρέψει στο σανίδι με ένα ρόλο όπως του ζητούσε ο απλός κόσμος που τον λάτρευε. Γιατί μπορεί μεν ο Νίκος Κούρκουλος να ήταν ο τελευταίος μεγάλος σταρ, αλλά είχε ένα μοναδικό τρόπο να πλησιάζει τον απλό κόσμο. Αυτό το έβλεπε κανείς και στο Εθνικό Θέατρο, όπου ήταν ευγενικός και προσιτός σε όλους, από τον πρωταγωνιστή μέχρι την καθαρίστρια. Ήταν απόλυτος, σταθερός, ειλικρινής, εργασιομανής, ντόμπρος κι ακόμα και όταν θύμωνε γιατί κάτι καθυστερούσε, είχε ένα μοναδικό τρόπο να βάζει τα πράγματα σε γρήγορους ρυθμούς. Χωρίς φωνές, αλλά με μια απόλυτη πραότητα και ευγένεια που αφόπλιζε τους πάντες. Δεν ήταν τυχαίο που κατάφερε να πάρει ένα Εθνικό Θέατρο διαλυμένο και μέσα σε δύο χρόνια να το ξανακάνει την πιο λαμπρή σκηνή, με ουρές και πάλι στα ταμεία.
Μεγάλη ήταν και η αδυναμία του στα παιδιά, γι αυτό και από την πρώτη στιγμή δημιούργησε το Παιδικό Στέκι στο «Κοτοπούλη-Rex», με πολύ σημαντικές παραστάσεις, πρωταγωνιστές, σκηνικά και κοστούμια, βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη για τους λιλιπούτειους θεατές. Εκείνος φρόντισε να εξαπλωθεί το Εθνικό Θέατρο δημιουργώντας καινούργιες σκηνές (Νέα Σκηνή, Πειραματική Σκηνή, Γκαράζ), ενώ δημιούργησε και θίασο που έκανε περιοδείες στο εξωτερικό με αρχαίες τραγωδίες.
Δεν υπήρχε πρόβλημα του Εθνικού Θεάτρου που να μην έχει λύση για τον Νίκο Κούρκουλο. Ακόμα και όταν δεν του έδιναν χρήματα για την αναπαλαίωση και την αποκατάσταση του Εθνικού Θεάτρου, εκείνος κατάφερε να βάλει σε εφαρμογή το μεγαλόπνοο σχέδιό του, ενώ ούτε για μια μέρα δεν έκλεισαν οι σκηνές του . Tις μετέφερε στο «Κάπα» και σε άλλα θέατρα. Εκείνος κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο της εξωτερικής αναπαλαίωσης και του φωτισμού του Εθνικού Θεάτρου, που έγινε και πάλι κτίριο-στολίδι της Αγίου Κωνσταντίνου. Όμως, το μεγάλο όνειρό του ήταν η αναστήλωση και η επέκτασή του, που ξεκίνησε να το υλοποιεί, ενώ είχε πει σε φίλους και συνεργάτες πως μόλις ολοκληρωθεί, τότε θα αποφασίσει να αποχωρήσει. Ακόμα και αυτές τις γιορτές, που ήδη η αρρώστια τον κύκλωνε απειλητικά, εκείνος δούλευε στο γραφείο του, κάνοντας διανομές για το ρεπερτόριο του καλοκαιριού. Εκεί τον βρήκα όταν του τηλεφώνησα και για άλλη μια φορά κέρδισα μεν την αποκλειστικότητα της πρωτιάς, αλλά δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε αργότερα, αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή του. Που θα ένιωθα τη σιγουριά, τη γαλήνη και την αποφασιστικότητα αυτού του ανθρώπου που με γοήτευε από τα γυμνασιακά μου χρόνια.
Στο ΛΟΙΠΟΝ δημοσιεύτηκε αυτή η τελευταία τηλεφωνική συνομιλία μας, γιατί δυστυχώς το επόμενο ραντεβού μου με το μεγάλο θεατράνθρωπο και φίλο Νίκο Κούρκουλο στο γραφείο του δεν πρόλαβε να γίνει. Η μοίρα αποφάσισε αλλιώς.
Σ αυτήν τη συζήτησή μας ήταν απλός και τελείως αντιστάρ, όπως πάντα. Μου επιβεβαίωσε αυτό που μου έλεγε πάντα: Ότι αν θα επέστρεφε στα καλλιτεχνικά πράγματα ως ηθοποιός, θα το έκανε μόνο για ένα ρόλο στο θέατρο.
Λίγες μέρες πριν ανατείλει η καινούργια χρονιά εκείνος είχε το μυαλό του, όπως πάντα, στις δύο μεγάλες του αγάπες: στην οικογένειά του και στο Εθνικό Θέατρο. «Δουλεύω πυρετωδώς για το ρεπερτόριο του καλοκαιριού», μου είχε πει, γιατί επρόκειτο να συναντηθεί με τον πρόεδρο του Ελληνικού Φεστιβάλ κ. Λούκο.
Μόνο δυο τρεις μέρες κατάφερε να ξεκλέψει για να περάσουν οικογενειακά στο σπίτι τους στο Γκστάαντ τις γιορτές. Λίγο πριν φύγει φρόντισε να κλείσει τις εκκρεμότητες που είχε στο Εθνικό, γιατί πάντα ήθελε να τελειώνει τις δουλειές που αναλάμβανε.
«Σε κλείνω τώρα», μου είχε πει, «για να προλάβω να τελειώσω τη δουλειά μου».
Πριν τελειώσουμε, όμως, δεν παρέλειψε να μου πει και την ευχή του για το 2007: «Υγεία και ευτυχία. Και να έχουμε πάντα δίπλα μας τα πρόσωπα που αγαπάμε και μας αγαπούν».
Ήταν τόσο γεμάτος, τόσο άνετος, τόσο αισιόδοξος. Και σταθερός σ' αυτά που πίστευε. Εδώ και χρόνια ήθελε να επιστρέψει στο σανίδι που λάτρευε, αλλά οι υποχρεώσεις του ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δεν τον άφηναν να πάρει την απόφαση. Όμως, είδε όλα τα όνειρά του να πραγματοποιούνται. Σφράγισε μια ολόκληρη εποχή και έγινε το αντρικό σύμβολο που πέρασε στην κινηματογραφική ιστορία. Γνώρισε μεγάλες δόξες και στο θέατρο. Ακόμα θυμάμαι το 1991 στην Επίδαυρο την τελευταία φορά που πάτησε το πόδι του στο σανίδι και ως «Φιλοκτήτης» έκανε με την ερμηνεία του το κοινό να τον αποθεώνει. Η ζωή τού χάρισε όλα τα δώρα της: φήμη, δόξα, πλούτο, αλλά προπαντός αγάπη, πολλή αγάπη, τόσο από τους δικούς του ανθρώπους όσο και από το κοινό, που θα τον θυμάται πάντα αγέρωχο να χορεύει ένα αντρίκειο ζεϊμπέκικο και να δίνει και τη ζωή του για υψηλά ιδανικά.
Μόνο ένα πράγμα δεν πρόλαβε να κάνει κι ίσως και να έφυγε με μια ανεκπλήρωτη επιθυμία. Ήθελε να επιστρέψει στο σανίδι και πάλευε με το χρόνο για να προλάβει.
Όταν τον ρωτούσα «Πότε θα σας ξαναδούμε στο σανίδι;», μου χαμογελούσε αινιγματικά. Όμως, κάποια στιγμή είχε παραδεχτεί ότι δύο ρόλοι στριφογύριζαν στο μυαλό του και τον έκαναν να ονειρεύεται την επάνοδό του στο σανίδι: ο σαιξπηρικός «Ριχάρδος Γ» και ο «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ. Την τελευταία φορά που τον ξαναρώτησα μου είπε: «Το θέλω, αλλά θα δούμε». Προαισθανόταν ίσως ότι ο χρόνος στένευε επικίνδυνα. Ότι ο θάνατος παραμόνευε Και τον κύκλωνε από παντού
Μπορεί να μην πρόλαβε να επιστρέψει με ένα μεγάλο ρόλο όπως ονειρευόταν και να πεθάνει στο σανίδι όπως όλοι οι μεγάλοι θεατρίνοι, αλλά μας άφησε τόσα πολλά για να τον θυμόμαστε με αγάπη. Όσο για μένα, θα τον θυμάμαι πάντα λεβέντη να καβαλάει τη μηχανή του και να μπαίνει με χαμόγελο στο Εθνικό Θέατρο λέγοντας «γεια» σε όλους». Γεια σου, Νίκο
ΥΓ.: Ο «Ριχάρδος Γ», που ήταν το όνειρό σου, έλεγε: «Όλα για την εξουσία». Εσύ πάντα είχες την εξουσία, αλλά ήξερες πώς να τη χειριστείς για το καλό του Εθνικού Θεάτρου. Αυτό να το θυμούνται οι επόμενοι
ΣΙΣΣΥ ΜΕΝΕΓΑΤΟΥ