24χρονη έπεσε θύμα βιασμού ύστερα από πάρτι στο οποίο είχε προσκληθεί από φίλο της, την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Εκείνη, όπως προέκυψε από τα όσα είπε τελευταία, αμέσως την επόμενη μέρα πήγε στο αστυνομικό τμήμα και κατήγγειλε όλα όσα συνέβησαν -όσα θυμόταν, δηλαδή, γιατί, από ένα σημείο και μετά η μνήμη της είναι κενή.
Κι όμως. Η ιστορία έγινε γνωστή ύστερα από ανάρτηση που έκανε στα social media ο Ηλίας Γκιώνης, ο οποίος, για την ιστορία είναι ο influencer ο οποίος έκανε γνωστή και την υπόθεση του Στάθη Παναγιωτόπουλου από το "Ράδιο Αρβύλα".
Από εκείνη τη στιγμή οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές με την ίδια να δηλώνει αποφασισμένη να φτάσει ως το τέλος παρά τις απειλές που δέχεται, ακόμη και για την ίδια της τη ζωή.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, ο οποίος κατέστησε απόλυτα σαφές και σε όλους τους τόνους ότι η Γεωργία δεν είναι πια μόνη, η συζήτηση ξεκίνησε με αναφορές στην προσωπική της ζωή και τις αποκαλύψεις για την τραγική απώλεια των γονιών της αλλά και του συντρόφου της.
Το χρονικό του μοιραίου πάρτι
Αναφερόμενη στην υπόθεση του βιασμού, η Γεωργία αποκάλυψε ότι στο πάρτι την προσκάλεσε ο Μάνος Παπαδόπουλος, τον οποίο γνωρίζει τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, αρχικά ως πελάτισσα σε καφέ-μπαρ της Θεσσαλονίκης που σύχναζε και στη συνέχεια ως φίλη.
Ο Παπαδόπουλος την προέτρεψε να πάρει και μια φίλη της και να πάει στο πάρτι για να περάσουν όμορφα.
«Με τον συγκεκριμένο άνθρωπο δεν είχαμε βγει ποτέ, αλλά τον εμπιστευόμουν λόγω της καφετέριας. Μας πρόσεχε, μας συμπεριφερόταν σωστά και θεώρησα ότι μπορούσαμε να είμαστε και φίλοι», είπε η Γεωργία, η οποία αποφάσισε να πάει στο πάρτι με μια 17χρονη φίλη της, την τελευταία στιγμή. Εκείνη είχε ήδη πιει και ήταν ήδη ζαλισμένη όταν έφτασε στη σουίτα του ξενοδοχείου και δεν είχε τη διαύγεια να αντιληφθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά -πράγμα που η φίλη της αντιλήφθηκε αμέσως και την προέτρεψε να φύγουν. Εκείνη όμως δε συμφώνησε.
Ήπιε δύο ποτήρια σαμπάνια που έβαλε μόνη της και μετά της πρόσφεραν ένα άλλο ποτό (βότκα redbull) που δεν ήξερε τι είχε μέσα. Μετά "χάθηκε".
Αποφάσισαν να φύγουν γιατί δεν αισθανόταν καλά, όμως λόγω της κατάστασής της δεν μπορούσε να βρει το αυτοκίνητό της. Δεν είχε κουράγιο ούτε να ζητήσει ταξί. Ζήτησε βοήθεια από τον Μάνο και εκείνος προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει. Της είπε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Πήρε ένα δικό της δωμάτιο το οποίο και πλήρωσε.
"Δεν θυμάμαι καν τον αριθμό. Ήθελα μόνο να πάω να κοιμηθώ. Άρχισα να χάνω τη συνείδησή μου. Την ώρα που πήγαινα στο δωμάτιο μου τηλεφώνησε ο φίλος μου. Του είπα ότι όλα καλά, έκλεισα ένα δωμάτιο, του είπα τον αριθμό και πήγα. Μου είπε όλα ΟΚ και προχώρησα. Μετά, έλαβα ακόμη ένα τηλεφώνημα το οποίο δεν θυμόμουν αλλά είδα το επόμενο πρωί. Ήταν ο βιαστής μου".
Ο άνθρωπος αυτός, ο Βασίλης Λεβέντης, όπως εξήγησε ο Τριανταφυλλόπουλος παραδέχτηκε ότι ήρθαν σε επαφή, όμως ότι αυτή ήταν κοινή συναινέσει!
Στη συνέχεια η Γεωργία μοιράστηκε στιγμές που έρχονται σιγά σιγά στη μνήμη της, τονίζοντας ότι δεν πήγε στο πάρτι για να βιαστεί και ότι ζητά δικαίωση! Πηγαίνοντας στο δωμάτιο είδε τρία άτομα στον διάδρομο, τα οποία της είπαν να πάει στο δωμάτιό τους. Στη συνέχεια την οδήγησαν στη σουίτα τους δίχως τη θέλησή της. Θυμάται ότι ήταν στο δωμάτιο με δύο άτομα και ότι το ένα από αυτά ήταν από πάνω της και ξεκούμπωνε το παντελόνι του. Από εκεί και πέρα τίποτα άλλο. Ξύπνησε γύρω στις 11 παρά το πρωί, γυμνή, σε ένα ξένο δωμάτιο. Τηλεφώνησε στον άνθρωπο που την είχε καλέσει στο πάρτι και εκείνος της πρότεινε να πάει στο σπίτι του για να ξεκουραστεί. "Προφανώς ήθελε να με απομακρύνει από το δωμάτιο. Ήξερε τι είχε συμβεί", τονίζει η Γεωργία η οποία στη συνέχεια κάλεσε τον εργοδότη της για να τη βοηθήσει και στη συνέχεια βρέθηκε στο Τμήμα Ασφαλείας Λευκού Πύργου για να καταγγείλει όσα συνέβησαν.
Η υπόθεση βρίσκεται στα χέρια ανακριτή ενώ έχει δώσει το έναυσμα για επιπλέον και επί βάθους έρευνα για ένα ευρύτερο κύκλωμα μαστροπείας στη Βόρεια Ελλάδα και όχι μόνο.
Στη συνέχεια δες όλη τη συνέντευξη της Γεωργίας Μπίκα στον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, ο οποίος στο κείμενο με το οποίο συνόδευσε τη δημοσιοποίησή της ξεχώρισε ένα συγκεκριμένο κομμάτι ως εξής:
Κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα ξεστόμισε κάτι που με έκανε ράκος: «Όταν πήγα στο πάρτι με μια φίλη μου είδα κόσμο που δεν μου άρεσε. Λίγο κυριλέ. Το συζητήσαμε και αποφασίσαμε να καθίσουμε μόνες σε μια γωνία, μέχρι τη στιγμή που με κέρασαν ένα ποτό. Είχα πιει σαμπάνια και εκείνο που με κέρασαν δεν ήξερα τι είναι. Η φίλη μου ζήτησε να φύγουμε και εγώ σκέφτηκα "πρωτοχρονιάτικα να πάω πού;". "Εσύ θα γυρίσεις στο σπίτι με την οικογένειά σου", της είπα. "Εγώ δεν έχω κανέναν. Μόνο οι τοίχοι με περιμένουν"».