«Η παρεξήγηση του να είσαι μοντέρνος», τιτλοφορείται το κείμενο, το οποίο είναι πραγματικά μακροσκελέστατο και δίνει τη δική της τοποθέτηση και απάντηση τόσο στο συγκεκριμένο ζήτημα, όσο και στα τηλεοπτικά θέματα γενικότερα...
«Δεν μίλησα όλη την εβδομάδα για την επίθεση χωρίς προηγούμενο που δέχτηκα στα καλά καθούμενα από τον Γιώργο Λιάγκα. Είπε πράγματα που δεν έχω ξανακούσει να λέγονται στον αέρα ή εκτός αέρα για κανέναν και το σοκ ήταν μεγαλύτερο επειδή ακριβώς κάνω και εγώ κριτική και θέλω να λέω πως έχω χιουμοράκι.
Δεν έχω διανοηθεί στα 19 χρόνια που εργάζομαι στα ΜΜΕ και λέω τι μου αρέσει και τι όχι, να χαρακτηρίσω κάποιον ψυχανώμαλο-ευτυχώς ο θεός μου έχει δώσει εκφραστικά μέσα ώστε να μην χρειάζεται να χρησιμοποιήσω τερατώδεις εκφράσεις, και με βοηθά το ότι οι παρέες μου και οι ακροατές μου δεν γελάνε με πράγματα ανατριχιαστικά.
Θα ήθελα να σταθώ στο ότι μου έκανε μεγάλη εντύπωση πως υπάρχουν σήμερα επαγγελματίες ραδιοφωνικοί συμπαρουσιαστές του Λιάγκα που ξεκαρδίζονται όταν ξεστομίζονται πρωτοφανείς χοντράδες στον αέρα…
Για να μπορείς να μιλάς δημοσίως και μάλιστα πρωί-πρωί, χρειάζεσαι αγωγή από το σπίτι σου και επαγγελματική εμπειρία στα ΜΜΕ ώστε να ξέρεις κώδικες και κανόνες στους οποίους πάντα πίστευα.
Το τι είναι επιτρεπτό να λέγεται σε μια εκπομπή, σε αντίθεση με το τι πιστεύει ο κόσμος, είναι, βλέπετε, εξαιρετικά συγκεκριμένο νομικά και ηθικά και δεν πρόκειται για κάτι συγκεχυμένο ή αυθαίρετο ή σχετικό.
Το να κάνεις χαβαλέ σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, το να έχεις άποψη είναι ίσως μια πολύ πιο πειθαρχημένη δουλειά από το να λες ένα δελτίο ειδήσεων – αυτό που γράφω, μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, όμως στα ΜΜΕ, όπως εγώ τα γνώρισα δουλεύοντας χρόνια σε εφημερίδες, έντυπα, ενημερωτικές εκπομπές και ραδιόφωνα, υπήρχε μια διαδικασία εξέλιξης.
Κάποτε περνούσες χρόνια γράφοντας τα φαρμακεία κι «αν» είχες την ικανότητα, το δυσκίνητο, εχθρικό για τους νέους σύστημα σου έδινε ίσως κάποτε την ευκαιρία να γράψεις και να μιλήσεις λίγο πιο ελεύθερα. Με πολλούς συναδέλφους από εκείνη την εποχή δουλεύουμε σήμερα παρέα, τα θυμόμαστε και μας δένουν ιστορίες κωμικές και δράματα. Κάποιοι είναι διευθυντές Μέσων ή έμπειροι επαγγελματίες, που μεταφέρουν στους νεότερους ό,τι γνωρίζουμε για το πως μεταφέρουμε την είδηση, πως γράφουμε την άποψη και πως και μέχρι «πού» κάνουμε χιούμορ.
Αν κάποιος αποφάσιζε να γράψει κώδικές δεοντολογίας και γενικούς κανόνες δημοσιογραφίας και επικοινωνίας σε χαρτί, θα γέμιζε ένα βιβλιαράκι με μπόλικα κεφάλαια – ο λόγος που αυτά τα πράγματα δεν έχουν ποτέ γραφτεί αναλυτικά είναι πως όσοι συνεχίζουν να εργάζονται στα ΜΜΕ όλα αυτά τα ξέρουν, αλλιώς κάποτε σε ξερνάει το σύστημα. Κανείς δεν μπορεί να λέει και να γράφει σαχλαμάρες για πολύ και να ζει από αυτό το επάγγελμα.
Τα όρια του τι μπορεί να ειπωθεί είναι ίδια και αυστηρά για όλους και δεν έχουν να κάνουν με ΕΣΡ, επειδή προϋπάρχουν ως κώδικες δεοντολογίας, ανθρώπινης συμπεριφοράς και βασικής ευγένειας. Ο λόγος που ίσως αρχίσαμε να τα ξεχνάμε είναι πως τα τελευταία χρόνια εξελίχθηκαν η τηλεόραση και τα ηλεκτρονικά μέσα και έγινε της μόδας να μιλάς πιο καθημερινά και να ασχολείσαι με την προσωπική ζωή των άλλων – το πρώτο είναι κάτι πολύ σημαντικό, γιατί δεν θα μπορούσαμε να έχουμε σήμερα ΜΜΕ που να μιλούν γλώσσα άλλης εποχής. Το δεύτερο είναι σημείο των καιρών:
Μεταφέραμε την φυσική ανθρώπινη περιέργεια της γειτονιάς και του χωριού στις οθόνες μας, ξεχνώντας πως και η γλώσσα, αλλά και το κοινωνικό σχόλιο και στο χωριό και στη γειτονιά διέπονται από κανόνες. Καταλήξαμε να παρακολουθούμε κάτι εξαλλοσύνες που ξεπερνούν αυτό που κάποτε ήταν αποδεκτό να συζητείται στην κοινωνία και αποκτήσαμε τηλεοπτικούς παρουσιαστές-κριτές της προσωπικής μας ζωής, που όταν δεν ήξεραν πώς να γεμίσουν τον χρόνο, μπορούσαν να πετάξουν οποιαδήποτε αβάσιμη ανοησία – (ευτυχώς) αυτή η μόδα του αχαλίνωτου μπουρδολογήματος μας τελείωσε, δεν πουλάει, «πουλάνε» πλέον σοβαρότερα προϊόντα, οι διεθνείς ειδήσεις κτλ. Όμως λίγα απομεινάρια της κουτσομπολίστικης αερολογίας επιβιώνουν γιατί έχουν το κοινό τους.
Το δυσάρεστο συμβαίνει όταν τα παιδιά αντιγράφουν την ασυδοσία του τηλεστάρ, που για να συνεχίσει να υπάρχει, επιδίδεται σε έναν αγώνα να λέει καθημερινά χοντράδες με τη δικαιολογία πως μιλάει ελεύθερα…
Υπάρχει μια σχεδόν κωμικοτραγική παρεξήγηση: Επειδή η ελληνική κοινωνία χειραφετήθηκε γρήγορα και περίεργα, κάποιοι συντηρούν την εντύπωση πως το να είσαι μοντέρνος με φιλελεύθερες απόψεις ή look σημαίνει πως έχεις πετάξει από πάνω σου βασικούς κανόνες ηθικής, πως δέχεσαι και τα λες όλα γιατί είσαι ασαφώς προχωρημένος-υπάρχουν όμως και πιο συμμαζεμένες και συγκροτημένες προσωπικότητες. Ο “μοντέρνος” δεν ζει απαραιτήτως χωρίς αρχές, δεν είναι ένας αγενής και ανάγωγος που δεν πιστεύει και δεν σέβεται τίποτα, δεν λέει ο,τι του κατεβεί, δεν προσβάλλει την αξιοπρέπεια των άλλων και βεβαίως δεν δέχεται να τον προσβάλλουν.
Όταν αποφάσισα να αντιδράσω δεν με ένοιαζε αν θα έβρισκα υποστήριξη. Κι όμως προς μεγάλη μου έκπληξη, νομίζω ότι πολύς κόσμος με κατάλαβε. Μου ήταν ιδιαιτέρως δυσάρεστη η διαδικασία, και βεβαίως κανείς νορμάλ άνθρωπος που κάθε μέρα είναι στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο και έχει την τύχη να γράφει την άποψη του, δεν έχει ανάγκη παραπάνω δημοσιότητα. Δεν έχω ποτέ στο παρελθόν αντιδράσει στην κριτική, που στην περίπτωση μου επειδή γράφω και κάνω χιούμορ “ελεύθερα” ήταν πολύ σκληρή. Ελπίζω να ήταν η πρώτη και τελευταία φορά. Ευχαριστώ όσους με στήριξαν με τον τρόπο τους. All you need is love».