Τι λόγο είχε η Κάτια Δανδουλάκη και είπε ναι στο «Dancing»; Τι ήταν αυτό που την έβαλε στον πειρασμό;
Ο μεγάλος πειρασμός για μένα ήταν η ίδια η τηλεόραση! Την τηλεόραση δεν την αγαπάω απλώς, τη λατρεύω. Οταν δεν υπάρχει στη ζωή μου, μου λείπει αφόρητα. Το «Dancing», λοιπόν, μου έδωσε την ευκαιρία να επιστρέψω και πάλι στο πλατό.
Το είχατε παρακολουθήσει ποτέ;
Οταν δεν είχα θέατρο και ήμουν σπίτι, πολλές ήταν οι Κυριακές που το είχα δει. Μου άρεσε αυτό το πρόγραμμα, γιατί δεν είχε ίντριγκες, στημένους καβγάδες και όλο αυτό το τζέρτζελο που κουβαλούν πάνω τους κάποια προγράμματα, το οποίο και σιχαίνομαι από τη φύση μου. Το «Dancing» με κέρδιζε γιατί έβλεπα ωραία, χαριτωμένα ζευγάρια να προσφέρουν τον εαυτό τους -χωρίς να τους νοιάζει για το αν εκτίθενται ή όχι- προκειμένου να επιτευχθεί ο φιλανθρωπικός στόχος που έχει το συγκεκριμένο φορμά. Και ξέρετε κάτι; Θέλει γενναιότητα το να προσφέρει κανείς αφιλοκερδώς τον εαυτό του και να γνωρίζει πως από αυτήν την κίνηση ο ίδιος δεν έχει να κερδίσει τίποτα απολύτως. Για να μπορεί κανείς να προσφέρει, χωρίς να περιμένει με το χέρι απλωμένο για να πάρει και πίσω, όντως πρέπει να έχει γενναιότητα ψυχής και να έχει απελευθερωθεί από τα κόμπλεξ του.
Αλλοι συνάδελφοί σας με τη δική σας πορεία και ποιότητα -εννοώ την ποιότητα που έχετε ως άνθρωπος και όχι μόνον ως καλλιτέχνης- θα σνόμπαραν το «Dancing»! Θα το θεωρούσαν λαϊκό και παρακατιανό...
Εχω μάθει να μην έχω στεγανά στη δουλειά μου, να μην έχω ταμπέλες και κολλήματα. Το «Dancing» είναι ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα, όπως τα τηλεπαιχνίδια και οι εκπομπές lifestyle. Δεν μπορώ να καταλάβω πού είναι το πρόβλημα. Αλλωστε, ποιος είναι αυτός που ορίζει το τι είναι ποιοτικό και τι όχι; Μακάρι η λαϊκή απήχηση, η εμπορικότητα δηλαδή, να συνδυαζόταν πάντα και με την ποιότητα. Οι αρχαίοι συγγραφείς έγραφαν έργα που παίζονταν σε στάδια 15.000 ατόμων, δεν έγραφαν τραγωδίες για να τις ανεβάζουν στην αυλή του σπιτιού τους!
Πάντως, περί ποιότητας και εμπορικότητας έχουν γίνει χιλιάδες συζητήσεις...
Ναι, γιατί δεν ξέρουμε ελληνικά. Το «λαϊκός» σημαίνει πως έχεις απήχηση στον κόσμο, και για μένα αυτό είναι τιμή. Δεν καταλαβαίνω γιατί για κάποιους είναι μομφή! Η εμπορικότητα και η ποιότητα δεν είναι δυο έννοιες αντίθετες, αλλά έννοιες που πρέπει να προχωρούν πιασμένες χέρι χέρι. Αυτό που έχει μέγιστη σημασία είναι ο τρόπος που προσεγγίζει κανείς την κάθε δουλειά. Ο τρόπος μας κάνει μια δουλειά φθηνή ή όχι. Η ποιότητα που κουβαλάμε μέσα μας ως άνθρωποι, η ανατροφή μας.
Ακούστηκε, όταν έγινε γνωστό ότι θα συμμετέχετε στην επιτροπή του «Dancing», ότι δεν έχετε γνώσεις χορού, οπότε πώς θα είστε σε θέση να κρίνετε τα ζευγάρια; Τι απαντάτε;
Είναι η πιο ανόητη άποψη που θα μπορούσα να ακούσω. Γιατί, μου έκαναν πρόταση από κάποια ακαδημία χορού και θα δίνουμε διπλώματα για επαγγελματίες και δεν το ξέρω; Συμμετέχω στην επιτροπή ενός σόου, στο οποίο είμαστε σχεδόν όλοι ερασιτέχνες και έχουμε βρεθεί όλοι μαζί για να το διασκεδάσουμε.
Από την άλλη μεριά, σε ό,τι έχει να κάνει με την επιτροπή, υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν καλά χορό, για να χρησιμοποιήσουν οι παίκτες τις συμβουλές τους και να έχουν μια πιο επαγγελματική καθοδήγηση. Οπότε;
Είστε έτοιμη να έρθετε αντιμέτωπη με τα παράπονα των διαγωνιζομένων;
Δεν με νοιάζουν τα νάζια και τα παράπονα. Εχω μάθει στη ζωή μου να λέω αλήθειες και να είμαι ειλικρινής. Και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο άλλος θα θέλει να παραπονεθεί αν έχει κάνει όντως το λάθος; Επειδή έχω διδάξει σε σχολή υποκριτικής, κατάλαβα πως με τον άλλον οφείλεις να είσαι ειλικρινής. Αν αυτός που στέκεται απέναντί σου δεν κάνει γι’ αυτή τη δουλειά, έχεις την υποχρέωση να του το πεις, χωρίς φυσικά να απαξιώνεις την προσπάθειά του. Ομως, δεν μπορείς να μην τον προστατέψεις. Ετσι, ίσως τον βοηθήσεις να ανακαλύψει και τον δρόμο που πραγματικά μπορεί να ακολουθήσει.
Να υποθέσω πώς απόλυτα ειλικρινείς ήταν μαζί σας και οι γονείς σας;
Εννοείται. Μου έλεγαν πάντα την αλήθεια, και τους ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτό. Δεν μπορεί κανείς να ακούει μόνο τα μπράβο. Και επειδή είμαι και απίστευτα ρεαλίστρια, ποτέ δεν παραπονιόμουν. Για τις όποιες αποτυχίες μου και λάθη μου, ποτέ δεν έχω ψάξει να βρω άλλοθι και φθηνές δικαιολογίες.
Εχετε κάνει ψυχανάλυση;
Εχω κάνει ατελείωτες ώρες ψυχανάλυσης με φίλους, αλλά και με ενός είδους γκουρού. Αποφάσισα να σκαλίσω πολύ μέσα μου, γιατί θέλησα να ισορροπήσω την ψυχή μου με τα θέλω μου. Θέλησα να «ζυγοσταθμίσω» την ψυχή μου για να μπορέσω να διαχειριστώ την όποια επιτυχία ή αποτυχία έρθει στον δρόμο μου. Μόνο με αυτό τον τρόπο καταφέρνει κανείς να μην χάσει τα «πατήματα» που έχει μέσα του και τα οποία τον κρατούν προσγειωμένο.
Μου αναφέρατε πριν πως η σχέση με τους γονείς σας βασίστηκε στην ειλικρίνεια. Ηταν αυστηροί και απαιτητικοί;
Οι γονείς μου με μεγάλωσαν με αυστηρότητα, αλλά και με μια μεγάλη αγκαλιά. Τους είχα φοβερή αδυναμία. Με έμαθαν να σιχαίνομαι την γκρίνια, τη σάχλα και τη μιζέρια.
Μοιραία, είστε κι εσείς απαιτητική από τους άλλους;
Φυσικά. Είμαι απαιτητική γιατί είμαι απόλυτα δοτικός άνθρωπος και θέλω και οι άλλοι να είναι το ίδιο δοτικοί μαζί μου. Ισως γι’ αυτό και δεν με αντέχει κανείς (γέλια).
Αυτή την περίοδο το τρέξιμο που έχετε είναι απίστευτο. Υπάρχει το «Dancing», το θέατρο, η κυπριακή σειρά όπου συμμετέχετε...
Αν δεν βρισκόμασταν σε αυτές τις οικονομικές συμπληγάδες, δεν θα είχα τόσες υποχρεώσεις, όπως επίσης κι αν δεν είχα γίνει και θεατρικός επιχειρηματίας. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα, θα σεβόμουν και θα πρόσεχα περισσότερο την Κάτια.
Το οικονομικό έπαιξε ρόλο στο να μπείτε στο «Dancing»;
Αυτή την εποχή ο μοναδικός λόγος για να μην πει κανείς το ναι στην τηλεόραση είναι ο οικονομικός. Τα ποσά που δίνονται είναι μόνο συμβολικά και απλώς όλοι απλώνουμε τα χέρια και λέμε το «Πάμε!» σε κάποιες δουλειές προκειμένου η τηλεόρασή μας να μην κατεβάσει εντελώς ρολά.
Το γκρίζο της κρίσης έχει εισβάλλει και στη δική σας καθημερινότητα;
Το γκρίζο της κρίσης έχει εισβάλει στη ζωή και στο μυαλό όλων των Ελλήνων. Ολοι μας θέλουμε μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά και έναν καλό τρόπο για να ζούμε. Οταν, όμως, σου αρπάζει ο άλλος το βιος σου και σε βουτά μέσα στην αβεβαιότητα και στη στέρηση, τότε αρχίζει ο προβληματισμός, η κατάθλιψη, η απόγνωση. Οπως όλοι μας, έχω κι εγώ τις αγωνίες μου. Σε τέτοιους καιρούς έχω ένα υπερωκεάνιο, το θέατρο, και έχω ένα απίστευτο άγχος για να δω πώς θα τα πάει.
Η τέχνη, και δη το θέατρο, μπορεί να μας κάνει να γλιτώσουμε από την επίσκεψη στον ψυχιάτρο;
Το θέατρο είναι η αγωγή της ψυχής. Αν ο κόσμος δεν δει το όνειρο, το θέατρο, δεν θα μπορέσει να δει και την ανάσταση, για αυτό και πάντα ανθούσε σε εποχές δύσκολες, όπως η μεταπολεμική εποχή.
Συνεχίζετε την περυσινή σας επιτυχία, «Να ζει κανείς ή να μην ζει». Ο κόσμος τι σας λέει;
Αυτό το έργο είναι η χαρά του Θεού! Εχει μια παιδικότητα, μια αθωότητα, που χαίρεσαι να το βλέπεις. Ο κόσμος μας ευγνωμονεί που καταφέρνουμε να τον κάνουμε να γελά. «Σας ευχαριστούμε γι’ αυτό το δώρο που μας κάνετε», μας λένε χαρακτηριστικά.
Το γέλιο είναι... Μεγάλο φάρμακο!
Είναι ταξιδάκι αναψυχής!
Εκτός συνόρων
«Βαλς με δώδεκα θεούς» είναι ο τίτλος της καθημερινής σειράς στην οποία πρωταγωνιστεί στην Κύπρο η Κάτια Δανδουλάκη. Στη σειρά, που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Λένας Μαντά, εκτός από την Κάτια, παίζουν και οι Στράτος Τζώρτζογλου και Μάνος Παπαγιάννης.
Βιογραφικό
- Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αποφοίτησε από τη Σχολή Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν και το London School of Dramatic Art.
- Από το 1996 ήταν παντρεμένη με τον Μάριο Πλωρίτη, ο οποίος απεβίωσε το 2006.
- Ελαβε μέρος σε πολλές δημοφιλείς ταινίες, όπως ο «Παπαφλέσσας» το 1971 με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Η μεγάλη της επιτυχία, όμως, ήρθε το 1977 με την τηλεοπτική σειρά «Οι Πανθέοι», όπου ερμήνευσε το ρόλο της Μάρμως. Προηγουμένως είχε πρωταγωνιστήσει στην τηλεοπτική σειρά «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».
- Τη δεκαετία του 1990 ο Νίκος Φώσκολος την επέλεξε ως βασική πρωταγωνίστρια στην τηλεοπτική «Λάμψη». Ο ρόλος της Βίρνας της χάρισε ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία.
- Το 1998 εγκαταλείπει τη Λάμψη και αφοσιώνεται στο θέατρο, για να έρθουν αργότερα οι σειρές «Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες», «Λένη», «Βέρα στο δεξί», «Κόκκινο Δωμάτιο», «Η ζωή της άλλης».
- Είναι θιασάρχισσα από το 1979, ενώ το 1995 ίδρυσε το δικό της «Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη» .
ΝΑΝΣΥ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ