Σας αρέσουν τα παραμύθια; Ο μύθος λέει ότι ο γαλαζοαίματος Πέρσης Σαχριάρ τρελαίνεται όταν ανακαλύπτει πρώτα την -λίγο παραέξω απ’ το κατ' οίκον χαρέμι- απιστία της κουνιάδας του και ακολούθως -Murphy's law γαρ- ότι η καταδική ΤΟΥ σύζυγος τον απατάει με έναν προικισμένο δούλο. Μέσα στο σύννεφο σοκ, θλίψης και απόρριψης του βασιλικού του ανδρισμού, θεωρεί το δείγμα των δυο γυναικών αξιόπιστο για να βγάλει συμπεράσματα επί των αξιών του συνολικού θηλυκού πληθυσμού του χαλιφάτου του και ενστερνίζεται το γνωστό μότο ‘όλες οι γυναίκες είναι ίδιες’. Κι αφού καθαρίζει με συνοπτικές διαδικασίες τη δική του αμαρτούσα γυνή, αρχίζει να εκδικείται τις υπόλοιπες με το να παντρεύεται μια παρθένα την ημέρα (άλλη εφαρμογή του παραπάνω: one virgin at a time), την οποία μετά τη νύχτα γάμου και το σχετικό ξεπαρθένεμα, ωσάν κανονικός σίριαλ κίλερ, την εκτελεί.
Ο Βεζίρης, που εκείνους τους καιρούς είχε στο job description του το συνένοχο καθήκον του ηθικού αυτουργού αφού ήταν επιφορτισμένος να του βρίσκει φρέσκες παρθένες για ξέκαμα, είδε και απόειδε με τα αιμοβόρα τερτίπια του Σαχριάρ, δεν μπορούσε να βολέψει και τις ενοχές του απέναντι στην ιστορία που μια μέρα θα τον έκρινε και θα τον έβαζε στα μαύρα της κατάστιχα (σαν κάποιους σημερινούς, καλή ώρα), ζύγισε την υστεροφημία του (ναι, κάποτε αυτό γινόταν σε όσους είχαν αξιώματα) και κοίταξε τον προβληματισμό στη φάτσα του καθώς αντίκρυζε τον καθρέφτη. Το κεφάλι του έκανε κάτι ξαφνικά γκλιν-γκλον σαν κακοσυντηρημένος κουλοχέρης και αμέσως συνειδητοποίησε ότι με την πολιτική του μισογύνη βασιλιά όχι μόνον κινδύνευε το θηλυκό ευγενές και ημιευγενές αίμα ολάκερου του βασιλείου αλλά σε λίγο δεν θάμενε ούτε δείγμα κορασίου ζωντανό. Καθότι μεγάλος ο μπελάς που τον ηύρε, άρχισε να μην τον χωράει ο τόπος, να βηματίζει και να μετράει πάνω-κάτω αγχωμένος τη σάλα υποδοχής στο δικό του παλάτι κι ούτε που πλησίαζε πια τα χαμηλά τραπέζια με τα φουσκωτά μαξιλάρια στο πλάι, που συνήθως χαλάρωναν τον καλομαθημένο πισινό του. Τουναντίον, η κατάστασή του πήγαινε στο χειρότερο μέχρι που παραμίλαγε συστηματικά, πρώτα στον ύπνο και μετά στο ξύπνιο του. Τον παίρνει είδηση η κόρη του, η ευγενής και όμορφη Σεχραζάτ –για την οποία εννοείται ούτε κιχ δεν είχε πει στον Σαχριάρ-, τον ψήνει στο στιλ ‘μπαμπούλη μου τί έχεις και βολοδέρνεις σαν την κατάρα στο ίδιο σου το σπίτι, δε θα μου πεις εμένα που σ’ αγαπάω τόοοοοσο πολύ...’ και, το και το, μαθαίνει τον τραγικό λόγο της απόγνωσης. Σκέφτεται λίγο η Σεχραζάτ και μετά προτείνει να γίνει η ίδια το επόμενο πρόβατο επί σφαγής, όπερ η μοιραία νέα νύφη του Σαχριάρ. Άλλο σοκ για τον βεζίρη, που αναλογίζεται πως πλέον πάει και για πατροκτόνος (καμία σχέση με Τσοχατζόπουλο) αλλά πες-πες η κόρη του, τον πείθει με τις πολλές φορές και ο Βεζίρης απρόθυμα δέχεται. Η Σεχραζάτ γίνεται γυναίκα του Σαχριάρ και την πρώτη νύχτα του γάμου τους, μετά τους έρωτες και τα σιρόπια, αντί ν’ αφήσει τον βασιλιά να κοιμηθεί και ν' ανακάμψει, φέρνει το ναργιλέ κι αρχίζει ημίγυμνη όπως ήταν να ξετυλίγει πέπλα διάφανα και πλουμιστές ιστορίες, μπλεγμένες η μια μέσα στην άλλη, με ήρωες ζωντανούς και φαντασιακούς, με γρίφους και ανέκδοτα, με αφηγηματικό σασπένς και βαρετές πλατιάσεις όταν κάποτε νύσταζε, με διδάγματα της εποχής αλλά και πικάντικες λεπτομέρειες σεξουαλικού περιεχομένου για την απενοχοποίηση των ανθρωπίνων ντεζαβαντάζ, με αστείες φάσεις αλλά και πολλή θλίψη, με θεούς και δαίμονες και ό,τι άλλο ο καθείς μπορεί να φανταστεί. Η Σεχραζάτ είχε απίστευτο ταλέντο σ’ αυτό, παιζόταν βέβαια και το κεφάλι της –αυτό κι αν ήταν κίνητρο- οπότε κάθε βράδυ όποιο παραμύθι ξεκίναγε, το άφηνε πάνω στο καλύτερο, όπως ακριβώς στα επεισόδια των σίριαλ, οπότε ο μεν ξενυχτισμένος βασιλιάς έμενε με την περιέργεια του τί θα γίνει την επομένη, η δε θαρραλέα Σεχραζάτ κέρδιζε στην κυριολεξία για μια μέρα τη ζωή της.
Οι Χίλιες και μία νύχτες είναι ένα συλλογικό έργο από ελλειπή χειρόγραφα άγνωστης συγγραφικής πατρότητας, με τις πρώτες ιστορίες να προέρχονται πιθανότατα από την Περσία και την Ινδία. Ελάχιστες αρχικά, αυτές οι ιστορίες μεταφράστηκαν στα αραβικά ως ‘Χίλιες νύχτες’ την εποχή του φιλότεχνου 5ουΑβασσίδη Χαλίφη Χαρούν αλ-Ρασίντ, 763-809 (που μάλιστα θεωρείται και απόγονος των θείων του Μωάμεθ), και μαζί εμπλουτίστηκαν με τον δικό του χαρακτήρα και άλλους υπαρκτούς όπως ο ποιητήςΑμπού Νουβάς και μη, και με ιστορίες της Βαγδάτης του 8ου αιώνα. Με τα χρόνια και δη τις 100ετίες, μέχρι τον 16ο αιώνα η συλλογή παραμυθιών αυξάνονταν ενώ τα νέα στοιχεία επηρεασμένα από διαφορετικές μυθολογίες και παραδόσεις (ελληνικές, βυζαντινές, συριακές, αιγυπτιακές, μογγολικές, ισλαμικές κλπ) διαμόρφωναν το περιεχόμενο των αφηγήσεων προσθέτοντας ηρωισμούς, προσευχές και τραγούδια, θρήνους και ποιήματα, γέλιο και δράμα, τέρατα, τζίνια και μαγικά χαλιά, σεξ, φαντάσματα και τρόμο, δολοφονίες και μυστήριο, μαγεία και επιστημονική φαντασία.
Οι περιπετειώδεις από κάθε άποψη Χίλιες και μια νύχτες απέκτησαν έτσι καινοτόμες αφηγηματικές τεχνικές προκειμένου να εντείνουν τα συναισθήματα του αναγνώστη ή βελτίωσαν αισθητά κάποιες παλιές (ινδικές και περσικές), και παρότι ελάχιστα εκτιμήθηκαν από την λαϊκή αραβική λογοτεχνία, είχαν τεράστια απήχηση στην παγκόσμια. Χαρακτήρες όπως ο Αλαντίν, ο Σεβάχ ή ο Αλί Μπαμπά έγιναν τόσο δημοφιλείς που δεν ανήκουν παρά στη σφαίρα του αγαπημένου ‘μια φορά κι έναν καιρό’ και ‘έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα’ όλων των ηλικιών, αν και οι καθαυτές ιστορίες της Σεχραζάτ δεν έχουν αίσιο τέλος. Τόσο οι ίδιες οι αφηγήσεις όσο και η τεχνική/δομή της εξιστόρησης αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πολλούς σημαντικούς συγγραφείς και ποιητές (Κ. Ντίκενς, Ε.Α. Πόε, Βολταίρος, Χ.Λ. Μπόρχες, Α. Δουμάς, Λ. Τολστόι, Α.Κ. Ντόιλ, Φ. Γκαίτε, Χ.Φ. Λάβκραφτ, Μ. Προυστ, Κ. Καβάφης, Ο.Μ. Γέιτς, Ν. Μαχφούζ και πολλοί άλλοι.), σε σκηνοθέτες (Παζολίνι, Μελιέ) και συνθέτες, έγιναν κινούμενα σχέδια (Ντίσνεϊ και anime), τραγούδια και μουσικά θέματα κάθε είδους (στα κλασικά οι σουίτες των Ραβέλ και Pίμσκι- Kόρσακοφ για τη Σεχραζάτ και το βαλς Χίλιες και μια νύχτες από τον Στράους, το 1871), παραστάσεις θεάτρου, μπαλέτου και όπερες.
Η επιρροή των ιστοριών απ’ τις Χίλιες και μια νύχτες προφανώς και δεν άφησε ασυγκίνητο το ελληνικό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι και ιδίως τη μουσική παραγωγή. Δεν θα τολμήσω φυσικά με κανένα τρόπο να ισχυριστώ πως ο περήφανος λαός μας δεν είναι εν γένει εξαιρετικά επιρρεπής περισσότερο στα παραμύθια της Χαλιμάς απ’ ότι σ’ αυτά της λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένης της αραβικής/μεσανατολικής, παρότι το δεύτερο θα ήταν σοφότερο για την συστηματική αποφυγή των συνεπειών του πρώτου.
Οι στίχοι ανήκουν στο ωραίο παλιό ρεμπέτικο (1948) του Γιάννη Τατασόπουλου, από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε (στίχους και μουσική) και στη συγκεκριμένη εκτέλεση μπουζούκι παίζουν ο ίδιος με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Στις ωραίες συνθέσεις: ο άκρως επίκαιρος απόγονος του Σεβάχ, ‘Κεμάλ’ - "Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ..."του Μάνου Χατζιδάκι, που ερμηνεύουν καταπληκτικά αγγλιστί οι Raining Pleasures, το ‘σαν παλιό σινεμά’ από την Μπαλάντα των Αισθήσεων και Παραισθήσεων του ίδιου και ο Σεβάχ ο Θαλασσινός – “θάλασσα, πικροθάλασσα” του Μάνου Λοϊζου. Επίσης, η ελληνικήοπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη που ανέβηκε και στην Λυρική.
Κατά τα άλλα η Σεχραζάτ ή Χαλιμά, ο Σεβάχ, ο Αλαντίν και ο Αλή Μπαμπά αποτέλεσαν και τοπικά ακμή της λαϊκής μουσικής έμπνευσης, ο τελευταίος (Αλή Μπαμπά μετά Αλή Μαμάς) και νούμερο επιθεώρησης ενώ οι 40 κλέφτες έγιναν και πολιτική διαφήμιση. Και βεβαίως -μη μου ξεφύγει το ‘απαύγασμα’- η περιβόητη τουρκική σαπουνόπερα «BirBin Gece» ήτοι «Χίλιες και μία νύχτες», σειρά με τη Σεχραζάτ και τον Ονούρ, με την οποία ο ελληνικός πληθυσμός κοιτάζει απ’ την κλειδαρότρυπα τα ήθη και έθιμα του τουρκικού, δημιουργώντας θραύση στην τηλεθέαση των δυο χωρών.
Κι αφού τους πάντες σ’ ανατολή και δύση ενέπνευσαν οι Χίλιες και μία νύχτες, γιατί όχι και την παντεσπανική μαγειρική μας, που έβαλε το φόρτε της για να φέρει τα αρώματα της ανατολής, το ένα μέσα στο άλλο και να τα ξεδιπλώσει σαν γευστική ιστορία σ’ ένα πιάτο, νόστιμο αλλά διόλου, μα διόλου βαρύ για να αφήνει χώρο στην πιθανή διάθεση για δημιουργικές αφηγήσεις, συγκρίσεις (π.χ. με τον δικό μας Οδυσσέα ή τους μύθους του Αίσωπου) και προβληματισμούς (ανύπαρκτο χάπι εντ, μεταξύ μας ιστορίες που ξεφυλλίζουν τη ζωή και ιστορίες ενάντια στο θάνατο), γι' αυτό άλλωστε και το έναυσμα με το στόρι που προηγήθηκε. Τα παραμύθια της Σεχραζάτ βρίθουν παραδόξων με ενδιαφέρον κι ας τα υποτιμούν οι Άραβες ως απλοϊκά.
Εννοείται πως πήραμε τον καλύτερο μοσχαρίσιο κιμά της φάρμας Μπράλου, από μόνος του εξαιρετικά νόστιμος, και τα ζουμερά κεφτεδάκια 1000+1 νύχτες βρήκαν την ιδανική αρωματική τους φόρμα για να συνοδέψουν το κουσκούς με τον κουρκουμά και τα αμύγδαλα. Συνταγή που γεμίζει με μυρωδιά αυτοπεποίθησης την κουζίνα και την οποία σίγουρα θα απολαύσετε στο τραπέζι.
Προετοιμασία: 1 ώρα περίπου. Μπορείτε να κάνετε τα κεφτεδάκια νωρίτερα ή και την προηγουμένη, βράζοντάς τα όμως μέσα στη σάλτσα 2-3 λεπτά λιγότερο. Διατηρείστε τα στο ψυγείο και αφήστε να έρθουν σε θερμοκρασία δωματίου πριν τα ζεστάνετε καλά, υπολογίζοντας και τα 2 λεπτά μαγειρέματος που υπολείπονται. Προσοχή! Μην τα παραψήσετε ώστε το εσωτερικό τους να μην είναι στεγνό. Το κουσκούς γίνεται πάντα πριν το σερβίρισμα. Εύκολη συνταγή.
Υλικά (για 4 άτομα)
600 γραμ. μοσχαρίσιος κιμάς φάρμας Μπράλου
1½ φέτα μπαγιάτικο ψωμί μουλιασμένη σε γάλα και στυμμένη
1-2 κ.σ. ηλιόσπορους ή κουκουνάρι
½ κ.σ. κύμινο
½ κ.σ. κάρδαμο τριμμένο
1 κ.γ. κόλιανδρο τριμμένο ή φρέσκο πολύ ψιλοκομμένο
½ κ.σ. σπόρους μάραθου σε σκόνη
αλάτι – φρεσκοτριμμένο πιπέρι
για τη σάλτσα
1 κρεμμύδι πολύ ψιλοκομμένο
1 κουτί ψιλοκομμένη ντομάτα (450 γραμ.)
2-3 κ.σ. ελαιόλαδο
1 φύλλο δάφνη
1/2 κ.σ. μείγμα από τα αρωματικά του κιμά (κάρδαμο, κόλιανδρο, κύμινο, μάραθο)
½ κ.γ. ζάχαρη (προαιρετικά)
αλάτι – φρεσκοτριμμένο πιπέρι
για το κουσκούς
250 γραμ. κουσκούς
250 γραμ. νερό
1 κ.γ. ελαιόλαδο
αλάτι
1/3 - 1/2 κ.γ. κουρκουμά
1/3 φλ. αμύγδαλα φιλεταρισμένα
1-2 κ.σ. βούτυρο
φυλλαράκια μαϊντανού ή κόλιανδρου για το σερβίρισμα
Ετοιμάζετε τα κεφτεδάκια: Σε μπολ ανακατεύετε καλά τον κιμά με το ψωμί, τα τριμμένα αρωματικά (κύμινο, κόλιανδρο, κάρδαμο, μάραθο), τους ηλιόσπορους (ή το κουκουνάρι), αλάτι και πιπέρι. Αφήνετε 10 λεπτά το μείγμα να σταθεί, ανακατεύετε ξανά και στη συνέχεια πλάθετε μ’ αυτό κεφτεδάκια διαμέτρου περί τα 3 εκατ. (όχι μεγάλα).
Σημείωση: Στο πλάσιμο βοηθάει να έχετε ελαφρώς βρεμένα χέρια ώστε ο κιμάς να μην κολλάει. Χρησιμοποιήστε ένα μπολάκι με νερό για να υγραίνετε κάθε 2η-3η φορά τα δάκτυλα και τις παλάμες.
Κάνετε τη σάλτσα: Σε κατσαρόλα (που να χωράει όλα τα κεφτεδάκια) και μέτρια φωτιά ζεσταίνετε το ελαιόλαδο και προσθέτετε το κρεμμύδι. Σοτάρετε για 2-3 λεπτά να μαραθεί, χωρίς να πάρει χρώμα. Ρίχνετε τις ψιλοκομμένες ντομάτες, τη δάφνη, τα τριμμένα αρωματικά, αλάτι και πιπέρι και αφήνετε να πάρει μια ελαφριά βράση (μέτρια προς χαμηλή φωτιά) για 10 λεπτά.
Προσθέτετε τα κεφτεδάκια στη σάλτσα, βάζοντάς τα το ένα δίπλα στο άλλο και κουνάτε την κατσαρόλα ώστε να σκεπαστούν κατά το δυνατόν από αυτή. Σκεπάζετε την κατσαρόλα και μαγειρεύετε για 12-13 λεπτά γυρίζοντάς τα 1 φορά (με κουτάλα ή σπάτουλα). Δοκιμάζετε και διορθώνετε σε αλάτι – πιπέρι, αν χρειάζεται.
Ετοιμάζετε το κουσκούς: Το βάζετε σε 250 ml καυτό νερό με λίγο ελαιόλαδο και αλάτι, ακολουθώντας τις οδηγίες του πακέτου. Ανακατεύετε και διαχωρίζετε τους κολλημένους κόκκους με τη βοήθεια πιρουνιού. Προσθέτετε τον κουρκουμά και το βούτυρο, ανακατεύετε και βάζετε τελευταία τα αμύγδαλα.
Σερβίρισμα: Μεταφέρετε το κουσκούς σε πιατέλα, τοποθετείτε στη μέση τα κεφτεδάκια με τη σάλτσα και σκορπίζετε πάνω τους τα φυλλαράκια μαϊντανού.