Ο Charles Eduard Jeanneret, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Le Corbusier (1887-1965), γεννήθηκε στην Ελβετία, στην Chaux de Fonds, μια πόλη ειδικευμένη στην κατασκευή ρολογιών. Σπούδασε στην τοπική Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών θέλοντας αρχικά να γίνει χαράκτης διακοσμήσεων στα ρολόγια τσέπης. Ομως η φυσική του κλίση τον οδήγησε στα μονοπάτια της αρχιτεκτονικής. Ταξίδεψε εκτενώς στην Ευρώπη μελετώντας και σκιτσάροντας πλήθος κτιρίων: από σημαντικά μνημεία όπως ο Παρθενώνας μέχρι ανώνυμα αγροτόσπιτα. Παράλληλα σχεδίασε και έχτισε βίλες στη γενέτειρά του, συνδυάζοντας στοιχεία από την παραδοσιακή μορφή των ελβετικών σαλέ, της Art Nouveau και του κλασικισμού. Πνεύμα ανήσυχο, θέλησε να έρθει σε επαφή με τις σύγχρονες τάσεις της αρχιτεκτονικής και γι αυτό εργάστηκε για ένα μικρό διάστημα στο γραφείο των περίφημων αρχιτεκτόνων Ρ. Behrens στο Βερολίνο και Aug. Perret στο Παρίσι, όπου γνώρισε τις δυνατότητες ενός νέου οικοδομικού υλικού, του μπετόν αρμέ.
Με έμπνευση τον κυβισμό
Η μεγάλη του επιθυμία να ακολουθήσει μια παράλληλη καριέρα στην αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική, του «υπαγόρευσε» το 1917, σε ηλικία 30 χρονών, τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Παρίσι. Μαζί με τον ζωγράφο Α. Ozenfant γράφει το μανιφέστο Μετά τον κυβισμό και στη συνέχεια εκδίδουν το περιοδικό L Esprit Nouveau (Το Νέο Πνεύμα) όπου αναπτύσσει τις θεωρίες του για τη νέα μοντέρνα αρχιτεκτονική και πολεοδομία. Εικονογραφεί τα άρθρα του με σχέδια νέων τύπων σπιτιών που μπορούν να παραχθούν μαζικά και με φουτουριστικές απόψεις μεγαλουπόλεων με ουρανοξύστες. Το 1923 συγκεντρώνει στο βιβλίο Vers une Architecture (Προς μια Αρχιτεκτονική) κάποια από τα άρθρα του, έργο που έχει μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Οι κυβιστικές αναζητήσεις του στη ζωγραφική βρίσκουν εφαρμογή στις αρχιτεκτονικές συνθέσεις. Η μορφή των κτιρίων προκύπτει σαν μια αφηρημένη σύνθεση βασικών γεωμετρικών σχημάτων, όπως ορθογώνιων παραλληλόγραμμων, κύβων, κυλίνδρων κ.ά., ενώ η χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος έρχεται να ανοίξει νέους ορίζοντες στην αρχιτεκτονική. Οι πλάκες από μπετόν πλέον στηρίζονται σε κολόνες και όχι σε τοίχους, έτσι οι κατόψεις μπορούν να διαμορφωθούν ελεύθερα. Επιπλέον, οι όψεις γίνονται ανάλαφρες με συνεχείς σειρές παραθύρων, μεγάλες τζαμαρίες ενοποιούν τον εσωτερικό και τον εξωτερικό χώρο, με το φως να περνά άπλετο στο εσωτερικό των κτιρίων και να γίνεται στοιχείο του σχεδιασμού. Ο Le Corbusier πρότεινε τη χρήση της πιλοτής. Το κτίριο ανυψώνεται σε υποστυλώματα αφήνοντας το ισόγειο ελεύθερο. Αντί για τις παραδοσιακές στέγες, τα μοντέρνα κτίρια έχουν επίπεδες ταράτσες που χρησιμεύουν σαν υπερυψωμένες αυλές.
Σπίτια σαν κατοικήσιμες μηχανές!
Ο Le Corbusier θαύμαζε τα υπερωκεάνια, τα αεροπλάνα και τα αυτοκίνητα και αναζητούσε αναλογίες με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Θεωρούσε τα σπίτια κατοικήσιμες μηχανές, έχοντας την πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να παραχθούν μαζικά όπως και τα αυτοκίνητα. Μάλιστα, ανέπτυξε έναν τύπο σπιτιών που τα ονόμασε Citrohan κατ αντιστοιχία με την αυτοκινητοβιομηχανία Citroen. Προβλεπόταν ότι θα είχαν χαμηλό κόστος κατασκευής ώστε να είναι προσιτά στην εργατική τάξη και με λειτουργική, εργονομική διαρρύθμιση ώστε να αξιοποιείται ο διαθέσιμος χώρος και να δημιουργείται μια αίσθηση ευρυχωρίας και άνεσης. Τα υπνοδωμάτια ήταν κάπως μικρά και το ύψος των χώρων χαμηλό (περίπου 2,20 μ.), όμως ο όροφος διαμορφωνόταν σαν πατάρι και το πολύ φωτεινό, με ένα υαλοστάσιο, καθιστικό είχε μεγάλο ύψος (4,50 μ.). Του δόθηκε η ευκαιρία να υλοποιήσει τις ιδέες του σε ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών στο Πεσάκ της Γαλλίας, αλλά και σε άλλες κατοικίες όπως στην περίφημη βίλα Savoye και τις βίλες La Roche-Jeanneret και Stein. Στις εργατικές κατοικίες του Πεσάκ χρησιμοποίησε πολλά χρώματα στις όψεις (ώχρα, σιέλ, ανοιχτό πράσινο), ενώ στα άλλα έργα του προτίμησε τις λευκές, σοβατισμένες επιφάνειες. Τα κτίρια του Le Corbusier χαρακτηρίζονται από τα συμμετρικά και ασύμμετρα στοιχεία τους, την αυστηρή γεωμετρία, τις ελεύθερες οργανικές φόρμες, τις εναλλαγές και τις σχεδιαστικές εκπλήξεις. Οι αναφορές στην κλασική αρχιτεκτονική είναι εμφανείς, κυρίως όσον αφορά τις αναλογίες και τη δομή του κτιρίου.
Λευκή, κυβιστική αρχιτεκτονική
Η περίφημη βίλα Savoye (1931) θεωρείται αριστούργημα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Είναι χτισμένη στο ξέφωτο ενός μεγάλου κατάφυτου οικοπέδου στο Poissy, έξω από το Παρίσι. Ενας λιτός και αυστηρός όγκος στηρίζεται σε μια πιλοτή με κυκλικά υποστυλώματα, θυμίζοντας αρχαίο ναό. Η κάτοψη του κτιρίου είναι ένα τετράγωνο. Στην πιλοτή του ισογείου υπάρχει η είσοδος, το γκαράζ, δωμάτια του προσωπικού και βοηθητικοί χώροι. Στον πρώτο όροφο αναπτύσσονται οι κύριοι χώροι της κατοικίας, που σχηματίζουν Γ, αφήνοντας ένα τμήμα του τετραγώνου υπαίθριο σαν ένα αρχαίο ελληνικό αίθριο. Εκεί, εκτός από την ημικυκλική σκάλα οδηγεί και μια ράμπα, δημιουργώντας μια δυναμική αίσθηση διαγώνιας κίνησης στο χώρο. Ο επισκέπτης συμμετέχει σε έναν «αρχιτεκτονικό περίπατο» λαμβάνοντας μεταβαλλόμενες εικόνες των δωματίων και των όγκων του κτιρίου. Δηλαδή βιώνει τους χώρους του σαν ένα τρισδιάστατο, κυβιστικό πίνακα. Ο Le Corbusier απέκτησε γρήγορα διεθνή φήμη αν και οι κριτικές για το έργο του ήταν αμφιλεγόμενες. Το 1927 δημιουργήθηκε στη Στουτγάρδη ένας πειραματικός οικισμός, που θα λειτουργούσε ως έκθεση της νέας μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Υπό τη διεύθυνση του Mies Van der Rohe προσκλήθηκαν οι κυριότεροι εκπρόσωποι του μοντερνισμού να σχεδιάσουν τα σπίτια του οικισμού. Ο Le Corbusier σχεδίασε μια διπλοκατοικία και μια μεμονωμένη κατοικία, υλοποιώντας μια εκδοχή του τύπου Citrohan. Αυτό το λευκό, κυβικό σπίτι με τα μεγάλα ανοίγματα, την πιλοτή και τη βεράντα στην ταράτσα υπήρξε έμβλημα του οικισμού.
Οικιστικές μονάδες
Το 1925 συμμετείχε στη διεθνή έκθεση του Παρισιού με την κατασκευή ενός εφήμερου περιπτέρου για το περιοδικό L Esprit Nouveau που είχε τη μορφή μιας μοντέρνας μεζονέτας. Την παρουσίασε όχι σαν ένα μεμονωμένο κτίσμα, αλλά σαν ένα τυπικό διαμέρισμα μιας γιγαντιαίας πολυκατοικίας 200 διαμερισμάτων. Και εδώ το καθιστικό είχε μεγάλο ύψος, ενώ ο όροφος σχημάτιζε ανοιχτό πατάρι. Ο Le Corbusier έβλεπε με ανησυχία τη συνεχή επέκταση των πόλεων, τις ανθυγιεινές συνθήκες ζωής και την αύξηση των κυκλοφοριακών προβλημάτων. Πρότεινε, λοιπόν, μια νέα πολεοδομική αντίληψη που θα περιόριζε τις αποστάσεις και τις ανάγκες μετακίνησης και θα εξασφάλιζε στις κατοικίες επαρκή φωτισμό, αερισμό και πράσινο. Πρότεινε να κατασκευάσουν γιγαντιαίες πολυκατοικίες σε ελεύθερη διάταξη μέσα σε χώρους πρασίνου. Οι ιδέες του βρήκαν εφαρμογή μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη στέγασης των οικογενειών που είχαν χάσει τα σπίτια τους από τους βομβαρδισμούς.
Η Οικιστική Μονάδα της Μασσαλίας (Unit d habitation) ήταν η πρώτη από μια σειρά γιγαντιαίων πολυκατοικιών που ανέλαβε να υλοποιήσει το 1946 ο Le Corbusier. Περιλάμβανε 337 διαμερίσματα-μεζονέτες, καταστήματα, νηπιαγωγείο ακόμα και γυμναστήριο στην ταράτσα. Σε αντίθεση με τα κομψά, εκλεπτυσμένα λευκά κτίρια της προπολεμικής περιόδου του, τώρα χρησιμοποιεί άγριο, εμφανές μπετόν και έντονα βασικά χρώματα. Η πρόβλεψη κάποιων ειδικών, ότι δηλ. οι κάτοικοι αυτού του συγκροτήματος θα ανέπτυσσαν ψυχικά νοσήματα, δίχασε τους κριτικούς. Ηταν ένα εξαιρετικά μεγάλο κτίριο, μήκους 137 μ. και ύψους 56 μ., με 18 ορόφους που στέγαζαν 1.600 κατοίκους! Ακολούθησαν άλλα τέσσερα παρόμοια συγκροτήματα σε άλλες πόλεις.
Γυμνό ακατέργαστο μπετόν
Η μεταπολεμική περίοδος του Le Corbusier χαρακτηρίζεται από έργα μεγάλης κλίμακας, όπου ο αρχιτέκτονας εφαρμόζει τις θεωρητικές ιδέες που είχε αναπτύξει στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία. Ανέλαβε το σχεδιασμό της νέας πόλης Τσαντιγκάρ στην Ινδία, καθώς και σημαντικών κτιρίων της όπως του Κοινοβουλίου, του Ανώτατου Δικαστηρίου και της Γραμματείας. Χρησιμοποίησε το γυμνό ακατέργαστο μπετόν για την κατασκευή μνημειακών κτιρίων μοντέρνας αισθητικής, που αποπνέουν όμως ένα αρχαϊκό, κλασικό ύφος. Από το ίδιο υλικό δημιούργησε στην Ινδία και μια βίλα με ένα σύστημα σκιάστρων για την προστασία από τον έντονο ήλιο της χώρας. Το 1951 ο Le Corbusier σχεδίασε μια διπλοκατοικία για τον βιομήχανο Ζαούλ σε ένα προάστιο του Παρισιού. Αντί για τη γνώριμη λευκή, κυβιστική, μοντέρνα αισθητική οι κατοικίες αυτές είναι κατασκευασμένες από εμφανές τούβλο, δοκάρια από μπετόν και τοξωτές, θολωτές οροφές που θυμίζουν παραδοσιακά πρότυπα. Την ίδια περίοδο σχεδίασε μια εκκλησία σε ένα λόφο της Ronchamp στη Γαλλία, την περίφημη Notre Dame du Haut, ένα μνημείο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Χρησιμοποιώντας οργανικές φόρμες έπλασε ένα κτίριο-γλυπτό όπου το παιχνίδι μεταξύ φωτός και σκιάς παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην υποβλητική ατμόσφαιρα του χώρου. Παρά τις αμφιλεγόμενες κρίσεις, το έργο και οι ιδέες του Le Corbusier επηρέασαν δραστικά τη μοντέρνα αρχιτεκτονική βρίσκοντας αναρίθμητους μιμητές μέχρι και σήμερα.