Με τον όρο Bauhaus αναφερόμαστε στη σχολή που ιδρύθηκε από τον αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους στη Βαϊμάρη της Γερμανίας το 1919. Οι ιδέες και οι μέθοδοι διδασκαλίας της επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και του βιομηχανικού σχεδιασμού, ενώ τα έργα που παράχθηκαν μέσα από τα εργαστήριά της έγιναν αντικείμενα εκτεταμένης αναπαραγωγής.
Ο Βάλτερ Γκρόπιους γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1883. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μόναχο και το Βερολίνο. Στη συνέχεια εργάστηκε στο γραφείο του Peter Behrens, πρωτοπόρου της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, που διετέλεσε και καλλιτεχνικός σύμβουλος στην εταιρεία AEG, αναλαμβάνοντας το σχεδιασμό όχι μόνο των κτιρίων, αλλά και διαφόρων προϊόντων της.
Οταν ο Gropius ξεκίνησε το δικό του γραφείο, δραστηριοποιήθηκε παράλληλα στην αρχιτεκτονική και το σχεδιασμό βιομηχανικών προϊόντων μαζικής παραγωγής. Το πρώτο σημαντικό του έργο ήταν ένα εργοστάσιο, που σχεδίασε το 1911 σε συνεργασία με τον Adolf Meyer. Το κτίριο ήταν τριώροφο, με μεταλλικό σκελετό και γυάλινους, εξωτερικούς τοίχους. Στη Βαϊμάρη της Γερμανίας λειτουργούσε μια σχολή για καλλιτέχνες και χειροτέχνες. Οταν ανατέθηκε στον Γκρόπιους η διεύθυνσή της, την αναμόρφωσε ριζικά ενοποιώντας τα δύο διακεκριμένα τμήματα και την ονόμασε Bauhaus. Πίστευε στην ενότητα τέχνης και τεχνολογίας και οραματιζόταν την αρμονική συνεργασία καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων στην ανέγερση νέων μοντέρνων κτιρίων, όπως άλλωστε συνέβαινε το Μεσαίωνα με τις συντεχνίες των τεχνιτών. Οι μαθητές της σχολής παρακολουθούσαν παράλληλα θεωρητικά μαθήματα σχεδιασμού και έκαναν πρακτική άσκηση σε εργαστήρια (ξυλογλυπτικής, κεραμικής, υφαντουργίας κ.ά.). Οταν ένας σπουδαστής κατασκεύα- ζε με τα ίδια του τα χέρια ένα αντικείμενο από πέτρα, ξύλο, μέταλλο, πηλό, γυαλί ή ύφασμα μπορούσε στη συνέχεια να το σχεδιάσει για μαζική παραγωγή με τη χρήση της τεχνολογίας και των μηχανών. Ετσι, δεν ήταν αποκομμένος από την παραγωγική διαδικασία, ενώ επιπλέον γνώριζε τις δυνατότητες και τους περιορισμούς κάθε υλικού.
Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της σχολής Bauhaus προκάλεσε αντιδράσεις στη συντηρητική κοινωνία της Βαϊμάρης, αναγκάζοντας τον Γκρόπιους να αναζητήσει σε άλλη περιοχή θέση για τη σχολή. Το 1925 μεταφέρεται στο Ντεσάου. Ο δήμος παραχωρεί μια έκταση και ο Γκρόπιους σχεδιάζει τις κτιριακές εγκαταστάσεις της σχολής, οι οποίες αντανακλούν το νέο πνεύμα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, αλλά και τη διορατική ιδιοσυγκρασία του σχεδιαστή τους. Σε μικρή απόσταση δημιουργεί ένα συγκρότημα επτά κατοικιών για να στεγάσει τις οικογένειες του διευθυντή της σχολής και έξι καθηγητών. Οι κατοικίες αυτές αποτελούνται από λευκούς κυβικούς όγκους σε ορθογώνιες συνθέσεις μεταξύ τους. Ο Γκρόπιους επεδίωξε να επανασχεδιάσει το σύγχρονο σπίτι ώστε να είναι περισσότερο λειτουργικό, φωτεινό και υγιεινό και ταυτόχρονα να μπορεί να κατασκευαστεί οικονομικά. Παρόλο που τα σπίτια αυτά ήταν εξαιρετικά λιτά, ορισμένοι καθηγητές της σχολής με σοσιαλιστικές πεποιθήσεις τα θεώρησαν εξαιρετικά πολυτελή, ασκώντας έντονη κριτική στον Γκρόπιους. Ο ισχυρισμός του πως «ό,τι φαίνεται σήμερα πολυτελές θα είναι στο μέλλον ο κανόνας» αποδείχτηκε προφητικός, καθώς η ανάπτυξη της τεχνολογίας έκανε εφικτή την παροχή ανέσεων σε κάθε σπίτι.
Το 1928 ο Γκρόπιους παραιτήθηκε από τη θέση του διευθυντή του Bauhaus ώστε να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στις δραστηριότητες του γραφείου του. Η άνοδος του ναζισμού ανάγκασε πολλούς προοδευτικούς αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες να εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Ο Γκρόπιους εγκαταστάθηκε αρχικά το 1934 στην Αγγλία αποδεχόμενος μια θέση καθηγητή στην αρχιτεκτονική σχολή του πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Με αυτό τον τρόπο οι ερευνητικοί πειραματισμοί του Bauhaus βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το 1945 ίδρυσε με τη συνεργασία μιας ομάδας νεότερων αρχιτεκτόνων ένα γραφείο με την επωνυμία TAC (The Architects Collaborative), το οποίο δραστηριοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία στο σχεδιασμό μοντέρνων κτιρίων μεγάλης κλίμακας.
Ενα από αυτά, ο ουρανοξύστης της αεροπορικής εταιρείας Pan Am στη Νέα Υόρκη, προκάλεσε αμφιλεγόμενα σχόλια και αρνητική κριτική. Ο κυβικός όγκος του δημιουργεί ένα οπτικό φράγμα στη λεωφόρο Park Avenue, επισκιάζοντας ένα ιστορικό κτίριο που είχε κατασκευαστεί παλαιότερα στον άξονα του δρόμου σαν μια οπτική κατάληξή του.
Η μοντέρνα αρχιτεκτονική του Γκρόπιους βασίστηκε στην ορθολογική ανάλυση των αναγκών, δίνοντας έμφαση στη λειτουργικότητα, την τυποποίηση, την επανάληψη και την προκατασκευή ώστε να περιορίζεται και το κόστος κατασκευής.
Τον απασχόλησε ιδιαίτερα το θέμα της κατοικίας. Βλέποντας την αλματώδη διόγκωση των πόλεων, θέλησε να σχεδιάσει τύπους κατοικίας που να εξασφαλίζουν τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Σχεδίασε συγκροτήματα πολυώροφων κτιρίων, τοποθετημένα παράλληλα μεταξύ τους ώστε να διασφαλίζεται ο απρόσκοπτος αερισμός και φωτισμός των διαμερισμάτων και ανάμεσά τους να υπάρχει χώρος πρασίνου και αναψυχής. Εδειξε ότι με τον κατάλληλο σχεδιασμό μπορεί να επιτευχθεί υψηλή πυκνότητα πληθυσμού, με ελεύθερους, ανοιχτούς χώρους. Αυτές οι ιδέες για την οργανωμένη δόμηση διατηρούν μέχρι σήμερα τη σπουδαιότητά τους, καθώς παραμένει το ζητούμενο μιας καλύτερης ποιότητας ζωής στις σημερινές πόλεις.