H Κρίστα Πέφγκεν έγινε με το όνομα Νίκο το it girl μιας ολόκληρης εποχής. Αντίστιξη στη δραματική, «παθητική» καριέρα της Μαριάν Φέιθφουλ και στην επιφανειακή ενσάρκωση της «γλυκιάς ζωής» που αντιπροσώπευε η Τουίγκι, η Γερμανίδα μούσα της «παγωμένης αγάπης» με το θλιμμένο βλέμμα και την πλούσια καλλιτεχνική δράση ενίσχυσε την πεποίθηση ότι τα μοντέλα δεν είναι απαραίτητα, μαριονέτες. Είκοσι χρόνια μετά το θάνατό της, το ΣΙΝΕΜΑ ρίχνει μια ματιά στην πορεία της -στον κινηματογράφο και στο τραγούδι- και προσπαθεί να «σπάσει» την αποστασιοποιημένη καλλιτεχνική αύρα της για να ανακαλύψει μια ιδιαίτερη και ίσως άτυχη γυναίκα.
Από τον Μάρκο Φράγκο
Η Νίκο γεννήθηκε στην Κολονία της Γερμανίας, μεγάλωσε κοντά στο Βερολίνο και πέθανε στην Ιμπιζα. Στο ενδιάμεσο «όργωσε» τις μητροπόλεις του κόσμου και στην πορεία της, προσπάθησε μέσα από ποικίλες μορφές τέχνης να ανακαλύψει την προσωπική νιρβάνα της. Δεν τα κατάφερε. Η Νίκο έφερε την κατάρα του θλιμμένου κοριτσιού που όλοι επιθυμούσαν γιατί έφερε μια περίεργη αύρα - ένα μείγμα ανάγκης για προστασία, αποστασιοποίησης και αντικοινωνικότητας. Και όλοι «έσπαγαν τα μούτρα τους» πάνω σε αυτή τη γυάλινη, πανύψηλη, ξανθιά ομορφιά. Μια αντίθεση σύγχρονης μούσας της οποίας όλοι διεκδικούσαν την παρέα και ενός πλάσματος που φέρει πάνω του το «παγωμένο στίγμα της γοητείας», ως άλλη Γκαλάντριελ των Ξωτικών, χωρίς την ενορατική ικανότητα. Αν η Νίκο διέθετε αυτή την ικανότητα της ενόρασης θα είχε καταφέρει να προφητεύσει τους κινδύνους και να φροντίσει να προστατευτεί απέναντί τους. Δεν το έκανε... Κατά έναν τρόπο ήταν καταδικασμένη να «εκτίθεται» δημόσια και σε κάθε ηχηρή επαφή της με τη δημοσιότητα να χάνει κι ένα προσωπικό κομμάτι της.
Μοιραίο θηλυκό
Αν πρέπει κάποιος να χωρέσει στο νου του την εξαιρετικά ρευστή και σύνθετη καριέρα της Νίκο, μπορεί να κάνει έναν γενικευμένο διαχωρισμό που ακολουθεί αρχικά τα χρόνια του μόντελινγκ, της φολκ μουσικής και των Velvet Underground (στη δεκαετία του 60), τα χρόνια με τον σκηνοθέτη Φιλίπ Γκαρέλ και την ιδιόρρυθμη κινηματογραφία του, τα προσωπικά, αντι-ηρωικά άλμπουμ της (δεκαετία του 70) και τα χρόνια της εκζήτησης των ναρκωτικών και της εγκατάλειψης του κοσμοπολιτισμού (δεκαετία του 80).
Ωστόσο, ο μίτος της Αριάδνης σε αυτό το σύνθετο παζλ από δραστηριότητες μπορεί να ερμηνευτεί μόνο αν μπορέσει ίσως να δει τα κίνητρα αυτής της προσωπικότητας σε αυτή την έξαλλη πορεία προς τη διασημότητα: η Νίκο παρουσίαζε μια τεράστια αντίφαση στην καλλιτεχνική ζωή της. Ενώ προσπαθούσε να «αναρριχηθεί» στα πρώτα χρόνια που ξεκίνησε τις επαγγελματικές δραστηριότητες της, όταν «έφτανε» στους στόχους της, παρουσίαζε ένα αντι-σταρ πρόσωπο, μια περσόνα που «κλοτσάει» την τύχη της. Η Νίκο κατηγορήθηκε πολλάκις ως αριβίστρια.
Πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν... «θαυμάσει» την ικανότητά της να βρίσκεται πάντα την κατάλληλη στιγμή παρούσα για να γνωριστεί με τον κατάλληλο άνθρωπο που θα τη βοηθούσε στο επόμενο βήμα της. Οι απανωτοί έρωτές της, από τον Μπράιαν Τζόουνς των Rolling Stones και τον Τιμ Χάρντιν, μέχρι τον Τζάκσον Μπράουν και τον Τζιμ Μόρισον, τον Αλέν Ντελόν και τον Φιλίπ Γκαρέλ θεωρήθηκαν από τους επικριτές της μια διαρκής λίστα εραστών στους οποίους ακουμπούσε για να πάει παρακάτω. Στο ντοκιμαντέρ της Σουζάν Οφτέρινγκερ, «Νico Ιcon» (1995), οι σχολιασμοί που ακούγονται για το πρόσωπό της είναι συχνά οριακοί. Ο μποέμ σοφός Κάρλος Ντε Μαλντονάλντο-Μποστόκ ήταν ξεκάθαρος μιλώντας γι αυτήν: «Κανένας δεν αγαπούσε τη Νίκο, γιατί η Νίκο δεν αγαπούσε κανέναν. Ηταν απλά μόνη της. Δεν άντεχε κανέναν να την αγγίζει. Η Νίκο δεν έκανε σεξ με κανέναν». Στο ίδιο ντοκιμαντέρ, η Βίβα από το Factory του Αντι Γουόρχολ ξεστόμιζε σιβυλλικά: «Η Νίκο δεν είχε εσωτερικό κόσμο, ή αν υπήρχε εσωτερικός κόσμος ήταν πολύ βαθιά κρυμμένος. Δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσες να συζητήσεις μαζί της γιατί δεν είχε καθόλου ενδιαφέροντα». Ο ίδιος ο πρώην μάνατζέρ της, Λουτζ Ούλμπριχ, αναφερόμενος στη δεκάχρονη περιπέτειά της με τα σκληρά ναρκωτικά, δε δίστασε να πει ότι «η ηρωίνη σε κάνει έναν πιο κρύο και κακό άνθρωπο. Οχι όμως τόσο πολύ τη Νίκο, γιατί ήδη ήταν διαφορετική».
Η Νίκο ήταν μια αντιφατική προσωπικότητα. Τόσο, όσο βέβηλος ήταν και ο βιασμός της στα δεκαπέντε της από έναν αξιωματικό της αμερικανικής αεροπορίας, ο οποίος τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο για την πράξη του. Οσο περίεργη ήταν η πρόσληψή της από πρακτορείο μοντέλων στο Βερολίνο, μόλις στα δεκατρία χρόνια της, οδηγημένη εκεί από τη μητέρα της. Οσο επικίνδυνη ήταν η επιτυχία της στον κόσμο της μόδας, με εξώφυλλα σε περιοδικά (Camera, Elle, Tempo, Vogue κλπ.) και η εγκατάστασή της στο Παρίσι, πριν κλείσει τα είκοσι της χρόνια. Οσο αινιγματική ήταν και η αγάπη της στο νησί της Ιμπιζα.
Κάτι από αυτά ή ίσως και όλα μαζί είναι οι αιτίες που η προσωπικότητα που ανέπτυξε ήταν τόσο αντικοινωνική, περίεργη, αποστασιοποιημένη. Μια προσωπικότητα που στη μουσική της αναπαρασταίνεται σημειολογικά από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της ενορχήστρωσής της, τη μονόχορδη, άκαμπτη φωνή της και τα παγωμένα «ηχοτοπία» που προτιμούσε η ίδια, από τις πρώτες μέρες της φολκ στη Νέα Υόρκη μέχρι τα προχωρημένα art rock άλμπουμ των 70s και τα avant garde των 80s.
Από τη μία αποζητούσε την κορυφή της κοινωνικής επιφάνειας αλλά από την άλλη, όταν έφτανε σε αυτήν, κρυβόταν. Από τη μία «κυνηγούσε» τους πρωτοκλασάτους συνεργάτες και από την άλλη, όταν τους χρησιμοποιούσε αρνιόταν τη λάμψη της δημοσιότητας. Από τη μία έψαχνε τις ευκαιρίες να δημιουργεί λαμπερές δημιουργίες αλλά από την άλλη, όταν τις αποκτούσε, έφτιαχνε πειραματισμούς που έμελλε να μείνουν στην ιστορία ως «ιδιορρυθμίες».
Σε μια αποστροφή του λόγου του, ο Μαλντονάντο-Μποστόκ, στο ντοκιμαντέρ της Οφτέρινγκερ, είπε: «Η Νίκο, δε μιλούσε καμία γλώσσα. Τουλάχιστον σε έναν επαρκή βαθμό». Ολη η πορεία της Νίκο στην τέχνη ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθειά να βρει μια δική της γλώσσα. Δεν τη βρήκε τελικά και ίσως γι αυτόν ακριβώς το λόγο η Νίκο έμεινε στην ιστορία: ως συμβολισμός μιας ατέρμονης διαδικασίας προς την κάλυψη της ανάγκης. Οπως τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της μουσικής της, όπως τα «κρύα» πλάνα της στο σινεμά.
Ολα τα πάρτι του αύριο
Η Νίκο γνωρίστηκε με τον Αντι Γουόρχολ μέσα στην παραζάλη της δεκαετίας του 60 στη Νέα Υόρκη και αυτός κατευθείαν τη μετέτρεψε σε οργανικό μέρος του τεράστιου ατελιέ-πλατό Factory. Ο Πολ Μόρισεϊ την κινηματογραφούσε σε ταινίες όπως τα «Chelsea Girls», «Τhe Closet», «Sunset», ο Ζεράρ Μαλανγκά τη φωτογράφιζε, και ο ίδιος ο Γουόρχολ τη χρησιμοποίησε στο ριζοσπαστικό πολυθέαμα «Εxploding Plastic Ιnevitable» που περιλάμβανε μουσικό, χορό, προβολές, performance art και θεατρικούς αυτοσχεδιασμούς, σε ένα «πακέτο» που είχε κάνει την ιντελιγκέντσια της εποχής να μιλάει για το ότι «το αύριο είναι τώρα». Η Νίκο βρέθηκε «βαλτή» από τον Γουόρχολ να συμμετέχει στους Velvet Underground, για να «έχει κάτι ο κόσμος να βλέπει», σύμφωνα με δικά του λόγια. Η αιτία που η Νίκο βρέθηκε στους Velvets ήταν ακριβώς αυτή που η ίδια πολεμούσε να αποτινάξει από πάνω της: η στερεοτυπική πεποίθηση ότι μια ψηλή ξανθιά είναι διακοσμητική. Ωστόσο, οι εντάσεις και οι ανταγωνισμοί μεταξύ του Λου Ριντ και του Τζον Κέιλ πυροδοτήθηκαν ακόμα περισσότερο με την έλευσή της στο συγκρότημα. Ο Γουόρχολ τοποθέτησε έναν αστάθμητο παράγοντα μέσα στο κοκτέιλ της μπάντας και αποσύρθηκε στη γωνία για να παρακολουθήσει τι θα γίνει - ένας ρόλος που του άρεσε πάρα πολύ. Η Νίκο στεκόταν στις ζωντανές εμφανίσεις του γκρουπ, ψυχρή και απρόσιτη παίζοντας ντέφι και τραγουδώντας τα τρία κομμάτια που γράφτηκαν γι αυτήν, το «Femme Fatale», το «Αll Tomorrows Ρarties» και το «Ιll Be Your Μirror» μέσα από ένα άλμπουμ που έμελλε να είναι ένα από τα σημαντικότερα όλων των εποχών.
Είναι πραγματικά ειρωνικό το γεγονός ότι η Νίκο είδε το όνομά της να φιγουράρει στο εξώφυλλο της θρυλικής «μπανάνας» με τον τίτλο «Αndy Warhol Presents The Velvet Undreground And Νico» και να μπαίνει για πάντα στις εκλεκτές δισκοθήκες ενώ άλλες καλλιτέχνιδες με συνεπέστερη καλλιτεχνική δράση και μαζικότερη απήχηση όπως η Γκρέις Σλικ ή η Τζάνις Τζόπλιν να έχουν τα δικά τους έργα πολύ παρακάτω στις λίστες με τα καλύτερα. Οι Velvet Underground ήταν για τη Νίκο ένα ξαφνικό ζενίθ -μετά από τις σκόρπιες φολκ εμφανίσεις της, τα εξώφυλλα της μόδας και τη σποραδική κινηματογραφική δράση της-, ένα αποκορύφωμα που έμελλε να χρησιμοποιεί ως μαγιά στην κατοπινή πορεία της στη δισκογραφία και στον κινηματογράφο. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο η μπάντα χώρισε τους δρόμους της με τη τραγουδίστρια δεν άφηνε αμφιβολίες για το γεγονός ότι ποτέ δεν είχαν χημεία μεταξύ τους, τόση ώστε να δικαιολογεί μια μακροβιότερη συνύπαρξή τους, πόσο μάλλον όταν ο παράγοντας Γουόρχολ δεν ήταν παρών να τους δέσει στο όνομα μιας πικάντικης συμμαχίας. Οταν η Νίκο άργησε να φτάσει στη συναυλία τους στο Boston Tea Room, η μπάντα απλά αρνήθηκε να της επιτρέψει να τραγουδήσει μαζί τους.
Ωστόσο, η Νίκο δεν ήθελε να γίνει βασίλισσα του rock n roll ούτε πρωτοκλασάτη πρωταγωνίστρια. Η ιδέα ότι στο ψηλό εντυπωσιακό παρουσιαστικό της, ο φακός θα φωτογράφιζε μόνο το «πρώην μοντέλο» την έκανε να φρικάρει. Η συνέχεια της στα τέλη της δεκαετίας του 60 με τα άλμπουμ «Chelsea Girl», «Μarble Ιndex» και «Desertshore» (σε παραγωγή του Τζον Κέιλ), το «Τhe Εnd» με τη βοήθεια του Μπράιαν Ινο και του Φιλ Μανζανίρα από τους Roxy Music, η περίοδος των ναρκωτικών και η επιστροφή της στη δισκογραφία με τα «Drama Of Εxile» το 1981 και «Camera Οbscura» το 1985 με το γκρουπ των Faction, ήταν μια αλυσίδα από εστέτ, ορχηστρική, μπαρόκ φολκ, προοδευτικό ροκ και μια ανεπαίσθητη αλλά γερή αφετηρία αυτής της αισθητικής που ονομάστηκε «γοτθική», τονισμένη από τη χρήση του αρμόνιου που προτιμούσε η Νίκο για να υλοποιεί τις απλές, επαναλαμβανόμενες μελωδίες της.
Θα είμαι ο καθρέφτης σου
Είναι ίσως χαρακτηριστική η «ερμηνεία» της Νίκο στην ταινία του Φιλίπ Γκαρέλ «Les Hautes Solitudes», μια βωβή βιογραφία της Τζιν Σίμπεργκ του 1974 αλλά και στο «Le Berceau De Cristal» του 1976 με την Ανίτα Πάλενμπεργκ, μία ακόμα μοιραία πέτρα σκανδάλου στις δεκαετίες του 60 και 70, για γνωστά μέλη συγκροτημάτων όπως ο Τζόουνς και ο Κιθ Ρίτσαρντς. Η σχέση της Νίκο με την «εσωτερική» μοναξιά και την παρακμή έβγαινε στην επιφάνεια πάντα μέσα σ' ένα φόντο που έδινε την αίσθηση μιας κοσμοπολίτικης χλιδής στην οποία όμως η ίδια δε βουτούσε. Είκοσι χρόνια η Νίκο πάλευε με την εξάρτησή της από την ηρωίνη και μόλις λίγα χρόνια πριν πεθάνει στα σαράντα εννιά της χρόνια, είχε καταφέρει να «καθαρίσει» και να στραφεί σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής.
Το 1988, στις διακοπές της στην Ιμπιζα με τον Τζέιμς Γιανγκ, μουσικό από το γκρουπ της Faction, η Νίκο έπαθε καρδιακή προσβολή ενόσω βρισκόταν πάνω στο ποδήλατό της, έπεσε στο δρόμο και χτύπησε το κεφάλι της. Οταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, διαγνώσθηκε λανθασμένα ότι έπαθε κρυοπληξία και πέθανε την επόμενη μέρα. Η νεκρολογική εξέταση απέδειξε ότι μια σοβαρή εγκεφαλική αιμορραγία ήταν η αιτία θανάτου της.
Δέκα all-star πληροφορίες που θέλετε να ξέρετε γι' αυτήν
Το όνομα Νίκο της το χάρισε ο φωτογράφος Χέρμπερτ Τομπάιας στην Ιμπιζα. Φυσικά το όνομα είναι ελληνικό και τη «βάφτισε» έτσι προς τιμή του πρώην εραστή του, Νίκου Παπατάκη.
Το πρώτο σινγκλ της Νίκο κυκλοφόρησε το 1964 από την εταιρεία Immediate του μάνατζερ των Rolling Stones, Αντριου Λουγκ Ολντχαμ, μια σύνθεση του Τζίμι Πέιτζ των Led Zeppelin, με τίτλο «Ιm Not Sayin». Ο Μπράιαν Τζόουνς των Stones την είχε συστήσει στον Ολντχαμ.
Η Νίκο είχε έναν γιο με τον Αλέν Ντελόν, που βάφτισε Αρι και που ανατράφηκε από τους γονείς του Ντελόν. Ο ίδιος ο Αλέν Ντελόν δεν αναγνώρισε ποτέ τον Αρι ως δικό του παιδί.
Μεταξύ των μουσικών που τη συνόδευαν με την κιθάρα της στην περίοδο που τραγουδούσε στη Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετίας του 60 ήταν ο Τιμ Μπάκλεϊ και ο Τιμ Χάρντιν.
Ο Μπομπ Ντίλαν υπήρξε ερωτευμένος με τη Νίκο: Εγραψε γι αυτήν το τραγούδι «Ιll Keep It With Μine» στο ξεκίνημά της και της αφιέρωσε το «Visions Of Johanna» από το άλμπουμ του «Βlonde On Βlonde».
Το 1967 συζούσε με τον -δεκαεξάχρονο, τότε- Τζάκσον Μπράουν που της έγραψε και πολλά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και τα «Τhe Fairest Of The Seasons» και «Τhese Days» που συμπεριλήφθηκαν και στο σάουντρακ της ταινίας «Οικογένεια Τένενμπαουμ».
Ο Τζιμ Μόρισον είχε μια σύντομη ερωτική σχέση με τη Νίκο. Κατά γενική ομολογία, η Νίκο επηρεάστηκε πολύ από τον Μόρισον όσον αφορά στην πορεία της στη μουσική.
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 70 συζούσε με τον σκηνοθέτη Φιλίπ Γκαρέλ. Εκανε μαζί του επτά ταινίες.
Το 1958 έκανε την πρώτη εμφάνισή της σε ταινία, στο «For The First Τime» του Ρούντολφ Ματέ. Το 1959, ο Φελίνι της έδωσε ένα ρόλο στη «Dolce Vita» μόνο και μόνο επειδή την είδε να στέκεται σε μια γωνιά.
Ηταν συμφοιτήτρια της Μέριλιν Μονρόε στη σχολή υποκριτικής του Λι Στράσμπεργκ, το 1960.