Από τον Ηλία Νικολαϊδη
Ο κατάλληλος άνθρωπος;
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιοφυϊα για να παρομοιάσει τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ με κάποιον υπερήρωα των κόμικς. Ετσι συμβαίνει συνήθως με αυτούς: Η καταγωγή και η επιρρέπειά τους σε κάθε πιθανή κατάχρηση τούς αφήνουν έκθετους στη διαφθορά, όμως, εκείνοι τα καταφέρνουν κουβαλώντας στους ανθεκτικούς ώμους τους το βάρος του παρελθόντος, αψηφώντας τις καταχθόνιες πτυχές τους και, επουλώνοντας τις πληγές που αφήνει στην ψυχή η επαφή με το Κακό, αστράφτουν και βροντούν. Οχι απλά επιβιώνουν, μα αναδύονται από τα τάρταρα της κόλασης, απονέμουν τη δικαιοσύνη και ευχαριστιούνται με τη γλυκιά επίγευση της δημοτικότητας. Ολα αυτά λίγο πριν τους φράξουν ακόμη περισσότερα εμπόδια στη δαφνοστεφανωμένη πορεία. Και πάλι από την αρχή.
Ο Τόνι Σταρκ ανήκει σ' αυτούς τους μοναχικούς, υψηλόφρονες ήρωες. Πνευματικό παιδί του πολυμήχανου Σταν Λι και της θρυλικής Marvel Comics, όταν πολεμά, οι μύες του πάλλονται, έτοιμοι να εκραγούν, οι φλέβες του διαστέλλονται και η καρδιά του χτυπά δυνατά. Είναι ένας δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας, ο οποίος όταν λαβώθηκε και εξαναγκάστηκε να χρηματοδοτήσει την παραγωγή ενός ολέθριου όπλου, ανέπτυξε μια θαυμαστή ατσάλινη πανοπλία η οποία θα του έσωζε τη ζωή αρχικά κι έπειτα θα του χρησίμευε ως
όπλο για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Κι έτσι ο υπερκινητικός, πνευματώδης, ρομαντικός, αλλόκοτος τύπος που διαπέρασε την κόλαση μα δεν άρπαξε φωτιά, κατέληξε να γίνει ο Iron Man. Και βρέθηκε να πολεμά μανιασμένος τους κακούς. Στην κινηματογραφική μεταφορά του κόμικ ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ είναι ο Iron Man.
H (κλισέ;) ιστορία ενός παιδιού-θαύματος
Γιος της Γερμανοσκοτσέζας ηθοποιού Ελσι Ντάουι και του Ρόμπερτ Ντάουνι του Πρεσβύτερου -ο ίδιος τον αποκαλεί απλώς «Senior»- ενός Ιρλανδοεβραίου δημιουργoύ underground ταινιών στα 60s, ο νεαρός Ρόμπερτ σίγουρα μεγάλωσε σε περιβάλλον διαποτισμένο από ταλέντο: εκείνο των γονιών του και των συναναστροφών τους. Το ζενίθ της κινηματογραφικής πορείας του πατέρα του ήταν το «Ρutney Swope», μια αιχμηρή σάτιρα του μικρόκοσμου των Νεοϋορκέζων διαφημιστών της δεκαετίας του 60, η οποία μνημονεύεται συχνά ως cult movie και ως βασική επιρροή του... Πολ Τόμας Αντερσον.
Μεγαλωμένος σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ δεν χρειάστηκε να απασχολήσεί ιδιαίτερα τα κοινωνικά αντανακλαστικά του, επιλέγοντας σύντομα τον επαγγελματικό προσανατολισμό του. Παράτησε το σχολείο του στα δεκαεφτά. Στην εφηβεία του γράφτηκε στο Stagedoor Manor. Πρόκειται για μια καλοκαιρινή κατασκήνωση η οποία περιλάμβανε εκπαίδευση στην υποκριτική και, ανάμεσα στον κατάλογο των αποφοίτων της, μπορεί να διαβάσει κάποιος τα ονόματα των Ζακ Μπράφ, Εϊμι Ράιαν, Μάντι Μουρ και Νάταλι Πόρτμαν. Στάθηκε η μοναδική εκπαίδευση στην ηθοποιία την οποία έλαβε ποτέ.
Ο Ντάουνι υποδύθηκε αρχικά μικρούς ρόλους στις σαχλές εφηβικές κωμωδίες της δεκαετίας του 80. Ωστόσο, προτού προλάβει να στοιβαχτεί μαζί με τον Εμίλιο Εστεβεζ και τον Ρομπ Λόου κάτω από την ταμπέλα του μέλους του επονείδιστου brat pack της εποχής, ενσωματώθηκε στο καστ του ιστορικού Αμερικανικού τηλεοπτικού σόου «Saturday Night Live» σε ηλικία μόλις είκοσι ετών. Ο πιο επιτυχημένος από τους χαρακτήρες τους οποίους υποδύθηκε κατά τη διάρκεια του σόου ήταν ο Τζίμι Τσανς, ένας hipster κριτικός κινηματογράφου. Μιμούταν επίσης προσωπικότητες που απασχολούσαν την επικαιρότητα στα μέσα της δεκαετίας του 80, όπως ο καρδιοκατακτητής (κοριτσιών, τότε) Τζορτζ Μάικλ, ο παρηκμασμένος πλέον βασιλιάς Ελβις ή ο μορφονιός Σον Πεν. Παρέμεινε στην σειρά για μόλις μια σεζόν.
Ακολούθησε ο πρώτος του σημαντικός ρόλος το 1987, εκείνος του εξαρτημένου πλουσιόπαιδου στο «Λιγότερο Από Μηδέν», κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Μπρετ Ιστον Ελις. Επειτα ήρθαν μερικές ακόμη περισσότερο ώριμες εμφανίσεις («Τεχνίτης Στις Γυναίκες», «Τrue Βeliever», «Εραστές από Παλιά») μέχρι το 1992, οπότε ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ υποδύθηκε τον Τσάπλιν στην ομώνυμη ταινία του Ρίτσαρντ Ατέμπορο. Ξαφνικά, όλοι μίλησαν για αποκάλυψη. Εχοντας παρακολουθήσει τη μεστή, εύστοχη και καθόλου στομφώδη ερμηνεία του, όλοι δήλωναν ενθουσιασμένοι και το Χόλιγουντ έβρισκε ένα ακόμα μεγάλο ταλέντο να ξεζουμίσει και να εμπορευτεί κατά βούληση και με όλους τους δυνατούς τρόπους.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90, ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ είχε συμμετάσχει, μεταξύ άλλων, στα αριστουργηματικά «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Ολτμαν ως κυκλοθυμικός σύζυγος της Λίλι Τέιλορ, στους «Γεννημένους Δολοφόνους» του Ολιβερ Στόουν, όπου υποδύθηκε έναν φρενήρη και υστερικό παρουσιαστή talk show και στην ιδιόρρυθμη κινηματογραφική μεταφορά του σεξπηρικού «Ριχάρδου Του Γ» από τον Ρίτσαρντ Λονκρέιν. Το 1996, στα 31 του χρόνια, ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ είχε συνεργαστεί με σπουδαίους σκηνοθέτες, είχε στο σκρίνιο του σαλονιού του ένα βραβείο BAFTA, είχε βρεθεί υποψήφιος για Οσκαρ(για το «Chaplin») και σχεδόν σύσσωμος ο Τύπος υποκλινόταν στο ταλέντο και τη φυσιογνωμία του. Τότε όμως έρχεται και η σύλληψη του για ναρκωτικά.
Η προδιαγεγραμμένη πτώση
Δεν υπάρχουν πολλά που να μην έχουν ειπωθεί ή γραφτεί για τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ. Η ιστορία γνωστή: το 1996 συλλαμβάνεται για παραβίαση ορίου ταχύτητας και οι αστυνομικοί βρίσκουν στο αυτοκίνητο του μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών. Πληρώνει εγγύηση και αφήνεται ελεύθερος. Ενα χρόνο μετά έρχεται η δεύτερή του σύλληψη, επειδή παρέλειψε να παρουσιαστεί στους ελέγχους για ναρκωτικά, στους οποίους είχε την υποχρέωση να υποβληθεί. Εισάγεται σε κέντρο αποτοξίνωσης. Συλλαμβάνεται ξανά τον Δεκέμβριο του 1998. Μέχρι τον Αύγουστο του 1999, οπότε και μπαίνει στη φυλακή, συνεχίζει να γυρίζει ταινίες. Παρέμεινε στη φυλακή για δώδεκα μήνες. Μετά την αποφυλάκισή του, γράφει και πρωταγωνιστεί στην τηλεοπτική και δημοφιλέστατη «Αλι ΜακΜπιλ». Η σειρά γνωρίζει επιτυχία, ο Ντάουνι κερδίζει Χρυσή Σφαίρα για τη συμμετοχή του και όλα δείχνουν να βρίσκουν και πάλι τον δρόμο τους. Το «Χρυσό Παιδί» ξαναβρίσκει τους ρυθμούς του μέχρι τον Απρίλιο του 2001. Τότε συλλαμβάνεται ξανά. Βρέθηκε υπό την επήρεια ουσιών και αλκοόλ καθώς οδηγούσε και η ποινή του αυτή τη φορά ήταν περισσότερο αυστηρή: τρία χρόνια με αναστολή και ένα χρόνο σε κλινική απεξάρτησης. Οι συνέπειες για την καριέρα του ήταν καταστροφικές: Εφτασε στο σημείο να μην μπορεί να βρει δουλειά. Μάλιστα, ο Γούντι Αλεν έχει αναφέρει κάποια στιγμή πως τον ήθελε να πρωταγωνιστήσει στο «Μelinda And Μelinda», όμως καμιά ασφαλιστική εταιρεία δεν δεχόταν να αναλάβει τον ηθοποιό εκείνη την περίοδο.
«Ο πατέρας μου έκανε παρέα με τους πιο cool, έξυπνους, πρωτοποριακούς και fucked-up τύπους που ζούσαν στη Νέα Υόρκη. Οταν ήμουνα μικρός, το αγαπημένο μου νανούρισμα ήταν να ακούω τον μπαμπά και τους φίλους του να παίζουν πόκερ, κάτι που έκαναν μόνο και μόνο για να βρίσκουν την ευκαιρία να μαζεύονται όλοι μαζί και να σνιφάρουν κόκα», έχει δηλώσει ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και τα συμπεράσματα σχετικά με το πώς ήρθε η επαφή του με τα ναρκωτικά διαφαίνονται κρυστάλλινα. Σύμφωνα με συνεντεύξεις του, άλλωστε, ο πατέρας του τού έδωσε να δοκιμάσει τσιγαριλίκι μόλις στα οχτώ του χρόνια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία: Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ έχει όντως περπατήσει τη σκοτεινή πλευρά του δρόμου. Υπάρχουν τόσοι διάσημοι, οι οποίοι κομπάζουν ξεδιάντροπα πως έχουν δήθεν προβλήματα με τις αρχές καθώς, στα πλαίσια της κοινωνικοποίησής τους σε κοκτέιλ πάρτι, σνιφάρουν κοκαϊνη και καπνίζουν μαριχουάνα. Στην ουσία επιζητούν δημοσιότητα, να δουν το όνομά τους γραμμένο με πηχυαία γράμματα στα εξώφυλλα των ταμπλόιντ εντύπων. Την περίοδο που η άνοδός τους έχει χάσει την αξία της, ψάχνουν πώς να πουλήσουν και την πτώση τους, τίποτα παραπάνω. Εκείνος είναι ο μόνος πραγματικός σταρ του Χόλιγουντ που πέρασε κάμποσο καιρό πίσω από τα σίδερα. Και, σύμφωνα με πρόσφατες συνεντεύξεις του, αναγνωρίζει περίτρανα πως η φυλάκισή του τον κατέστησε ό,τι είναι σήμερα: νηφάλιος, παντρεμένος, πατέρας και ενεργός επαγγελματικά.
Η θεαματική επιστροφή
Τον Νοέμβριο του 2003, ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ κυκλοφόρησε δίσκο. Ονομαζόταν «Τhe Futurist», περιείχε δικές του κλασικότροπες συνθέσεις, ενώ ο ίδιος είχε σχεδιάσει και το εξώφυλλο. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε εμφανιστεί στο βίντεο για το σινγκλ του Ελτον Τζον «Ι Want Love». Επρόκειτο για απόπειρες επαναφοράς του ονόματός του στην επικαιρότητα, χωρίς το τελευταίο να συνδέεται με παραισθησιογόνες ουσίες, κρατητήρια, παρανομίες ή αλκοόλ. Υπήρξαν γενικά αποτυχημένες, ασύνδετες, σπασμωδικές και, κυρίως, μακριά από τον τομέα εκείνο όπου ο ηθοποιός γνωρίζει το πώς χρειάζεται να πράξει προκειμένου να διαπρέψει. Η πραγματική ευκαιρία ήρθε από έναν σαφώς αναπάντεχο μαικήνα, τον συντηρητικό και μισαλλόδοξο Μελ Γκίμπσον. Εγγυήθηκε προσωπικά για τη συμμετοχή του στην «Μπαλάντα Ενός Ντετέκτιβ», όπου ο Γκίμπσον ήταν παραγωγός. Την ίδια χρονιά επισημοποίησε το comeback του, συμμετέχοντας και στο cast του θριλερικού «Gothika» του Ματιέ Κασοβίτς. Μάλιστα, μέχρι να ολοκληρωθούν τα γυρίσματα του φιλμ, ο παραγωγός Τζόελ Σίλβερ κράτησε το 40% της αμοιβής του Ντάουνι, ως εγγύηση πως ο ηθοποιός δεν θα εγκαταλείψει τα πλατό με βαρύ κεφάλι. Η ταινία γνώρισε επιτυχία και ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ κατάφερε να πάρει μερικές βαθιές ανάσες ικανοποίησης, χωρίς να λησμονεί όσα του δίδαξαν τα χρόνια της παροιμιώδους του κατάπτωσης. Στα γυρίσματα του «Gothika» γνώρισε και την τωρινή σύζυγό του, την παραγωγό Σούζαν Λεβίν. «Οταν την είχα δει για πρώτη φορά» είχε δηλώσει σχετικά, «θυμάμαι ότι σκέφτηκα: Θεέ μου, είναι πολύ όμορφη, μα έχει τεράστια χέρια!».
Με τον καιρό έγινε εκλεκτικός -όχι στις γυναίκες- μα στις επιλογές του. Είχε συνειδητοποιήσει πως το ταλέντο του είναι σπάνιο για να το αναλώνει σε κοπετούς και σπαραξικάρδιους μονολόγους μπροστά σε έξαλλους δικαστές και αποφάσισε να κάνει κάτι χρήσιμο με δαύτο. Ακολούθησαν η συμμετοχή του ως pulp αντιήρωας στο «Κiss, Kiss, Bang Βang» και η καθοριστική επισφράγιση της δυναμικής του επιστροφής: ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισε τον ρόλο του ανταποκριτή του CBS, Τζόζεφ Ουέρσμπα, στο «Καληνύχτα Και Καλή Τύχη» του Τζορτζ Κλούνεϊ. Και βέβαια, ο ρόλος του τριπαρισμένου Τζιμ Μπάρις στο ανορθόδοξο κινούμενο σχέδιο τού «Α Scanner Darkly».
Επειτα ήρθε ο ρόλος του συγχυσμένου τριαντάρη, ο οποίος επιστρέφει στην παλιά του γειτονιά και έρχεται αντιμέτωπος με τις μνήμες του και τη δυσλειτουργική του σχέση με τον πατέρα του στο «Εγχειρίδιο Αναγνώρισης Αγίων». Στο περσινό «Ζodiac» του Ντέιβιντ Φίντσερ υποδύθηκε εξαίσια τον αστυνομικό ρεπόρτερ ο οποίος οδηγείται σε αδιέξοδο και προοδευτική ήττα, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την ταυτότητα ενός ασύλληπτου και πανούργου δολοφόνου. Οι αμφιβολίες θρυμματίζονται, οι αναστολές εξαερώνονται και το γεγονός αναδεικνύεται κρυστάλλινο: ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ έχει επιστρέψει. Δηλώνει ήσυχος, νηφάλιος και ορεξάτος. Και επιστρέφει με το «Ιron Μan».
Επιμύθιο
Η ζωή του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ δεν μοιάζει με εκείνη του Τόνι Σταρκ ή με οποιουδήποτε άλλου υπερήρωα, σε πρώτη ανάγνωση. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, όχι μόνο με τον Ντάουνι αλλά με οποιονδήποτε πραγματικό άνθρωπο, τότε ίσως τις μεταφορές κόμικς στη μεγάλη οθόνη να τις σκηνοθετούσαν κυνικοί καλλιτέχνες όπως ο Φον Τρίερ ή ο Ολτμαν και όχι ενθουσιώδεις παραμυθάδες όπως ο Ροντρίγκεζ ή, στην περίπτωση του «Ιron Μan», ο Τζον Φαβρό. Και τα ίδια τα κόμικς ίσως έμοιαζαν περισσότερο με βιβλία του Φίλιπ Ροθ ή του Ιαν ΜακΓιούαν. Ωστόσο, στο εσωτερικό των περίπλοκων και ιδιαίτερων παραμυθιών κρύβεται πάντα η αλληγορία. Και ο Ντάουνι Τζούνιορ μοιάζει με τον Iron Man. Εχει όντως περάσει δια πυρός και σιδήρου στη διάρκεια των 41 ετών του.
Ο IRON MAN ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ !
«Τελικά η ζωή είναι πολύ περίεργο πράγμα. Στην ουσία παίζω σε μία αυτοβιογραφική ταινία. Είναι παρόμοια περίπτωση με το Chaplin, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση δεν έχουμε ρεαλιστικά σημεία αναφοράς. Τα δημιουργούμε εμείς. Είναι ένας τύπος που βρίσκεται σε ένα τρελό περιβάλλον, εν μέρει εξαιτίας του δικού του χαρακτήρα, αλλά και λόγω της καταγωγής του. Και, μα τω Θεώ, όλο αυτό μοιάζει πολύ με τη δική μου ιστορία! Οπότε, στήνουμε μία απάτη εγώ και ο Τζον Φαβρό (σ.σ. ο σκηνοθέτης). Και δεν ξεχνώ ότι χρωστάω ευγνωμοσύνη στον Τζον που με πρότεινε στους παραγωγούς. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, δεν ήμουνα και στην κορυφή της λίστας με τους υποψήφιους. Γιατί να είμαι άλλωστε; Είπα όμως στον εαυτό μου δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάρω το ρόλο. Πήγα στην οντισιόν και όλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Σχεδόν τρόμαξαν με το πόσο πολύ είχα μπει στο πετσί του ρόλου. Ναι, είμαι ο Iron Man! Το θέμα είναι τι είδους Iron Man θέλω να γίνω. Ο τύπος του Ντάνιελ Κρεγκ, του μποντιμπιλντερά που ρίχνει κάτω τον οποιονδήποτε με μία γροθιά, νομίζω ότι δε μου πάει. Γι αυτό θα προσεγγίσω την ταινία με λίγο Enter the Dragon στυλ. Αυτό το ξέρω ήδη. Πρόκειται για τον πιο σκοτεινό χαρακτήρα της Μarvel». (Οι δηλώσεις προέρχονται από πρόσφατες συνεντεύξεις του Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ)
Πρώτη Ματιά στο «Ιron Μan»
Για όσους δεν έτυχε ποτέ να ξεφυλλίσουν το ομώνυμο κόμικ στο οποίο στηρίχτηκε η ταινία, αναφέρω απλώς ότι ο Iron Man εμφανίστηκε πρώτη φορά στις σελίδες της Marvel τον Μάρτιο του 1963, ως alter ego ενός ζάμπλουτου και κοσμοπολίτη εφευρέτη. Ο οποίος χρησιμοποιεί μια δικής του κατασκευής θαυματουργή πανοπλία (που τον βοηθά να αποδράσει από ένα εμπόλεμο μέτωπο στο οποίο καταλήγει αιχμάλωτος) για να πατάξει το Κακό και να βοηθήσει στην επίλυση ζητημάτων εθνικής άμυνας. Σεβόμενος την πηγή του, ο σκηνοθέτης της ταινίας τοποθετεί τη συνειδησιακή μεταστροφή-κλειδί του ήρωα στα εδάφη του Αφγανιστάν, για να μεταφέρει σταδιακά τη δράση στον ακήρυχτο πόλεμο των οπλοβιομηχανιών της σημερινής Αμερικής. Παρ όλο που δεν αποφεύγει μερικά από τα γνώριμα στερεότυπα και απλουστεύσεις που συνοδεύουν κάθε διασκευή κόμικ στο σινεμά, ο «Ιron Μan» φανερώνει ότι έχει γίνει από ανθρώπους έξυπνους, έχει γραφτεί από σεναρίστες υποψιασμένους και έχει ευτυχήσει απολύτως στην επιλογή του πρωταγωνιστή. Σε μια από τις πιο έξυπνες ερμηνευτικές κινήσεις στις οποίες έχει καταφύγει μεγάλο στούντιο τελευταία, ο Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ μεγαλουργεί στον ρόλο του, προσδίδοντάς του κυνισμό, χιούμορ και την απαραίτητη εκκεντρικότητα που χρειαζόταν για να γίνει πιστευτός. Τον πλαισιώνουν ιδανικά ο Τζεφ Μπρίτζες και η Γκουίνεθ Πάλτροου, προσεγμένα εφέ και μικρά κλεισίματα του ματιού στην πλοκή.
Λουκάς Κατσίκας