45 λεπτά λιγότερο από το πρωτότυπο φιλμ του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς διαρκεί η καινούργια ανάγνωση που επιχειρεί ο Κένεθ Μπράνα στο θεατρικό έργο του Αντονι Σέφερ. Αναθέτει τα σεναριακά καθήκοντά της στον Χάρολντ Πίντερ ο οποίος δουλεύει από διαφορετική οπτική γωνιά κάποιες παραμέτρους της ιστορίας. Δοκιμάζει τον Κέιν στον ρόλο του Αντριου Γουάικ (τον οποίο είχε υποδυθεί ο Λόρενς Ολίβιε). Και μετατρέπει το βικτοριανό σκηνικό της παλιάς ταινίας σε ένα μεταμοντέρνο ντεκόρ.
Αυτές είναι οι καινοτομίες στις οποίες προχωραέι το τωρινό «Σλουθ», θέλοντας όχι τόσο να διασκευάσει τον προκάτοχό του, όσο να τον επεξεργαστεί εκ νέου. Ικανός σκηνοθέτης μόνο με την τεχνική σημασία της λέξης και σταθερά επιδειξιομανής, ο Μπράνα πλήττει την ταινία με μια σειρά δραματικά λανθασμένων επιλογών: Δίνει υπερβολική έμφαση σε ένα άκρως κακόγουστο σκηνικό που μοιάζει περισσότερο με εσωτερικό νυχτερινού κέντρου, παρά με διακόσμηση σπιτιού. Αφήνει τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες της πλοκής σε έναν κουρασμένο και επαναλαμβανόμενο Πίντερ ο οποίος επιδίδεται μηχανικά στις γνώριμες διαλογικές του μανιέρες, δυσκολεύεται να κάνει πειστική μια τακτικά εξωφρενική πλοκή και συστήνει ένα αχρείαστο και ολίγον χονδροειδές στοιχείο σεξουαλικής φόρτισης μεταξύ των δυο αντρών. Φανερώνει τέλος μια αξιοθαύμαστη ικανότητα στο να απορροφά κάθε αίσθηση απόλαυσης από μια ίντριγκα που βρίθει ανατροπών, μετατρέποντας ένα δαιμόνιο ψυχολογικό παιχνίδι για δυο σε ένα άχαρο πηγαινέλα. Και μια κλασική ταινία μυστηρίου σε μια αθέλητη παρωδία του εαυτού της.
Λουκάς Κατσίκας