Στην αρχή «Τα Οπωροφόρα της Αθήνας» ήταν ένα βιβλίο. Του Σωτήρη Δημητρίου. Ένα εξαιρετικό βιβλίο (εκδόσεις Πατάκη) που κατάφερε το ακατόρθωτο: να συνδυάσει τον πυκνό δοκιμιακό λόγο με την παιγνιώδη αφήγηση. Και μόνο που σκέφτεται κανείς αυτόν τον συνδυασμό πέφτει πάνω στις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Δοκιμιακές και παιγνιώδεις ταυτόχρονα, δεν παίρνουν τίποτε στα σοβαρά, ούτε καν τον εαυτό τους.
Στην πραγματικότητα οι ταινίες του Παναγιωτόπουλου είναι παιχνίδια. Κι ο ίδιος τρελαίνεται γι αυτή τη λέξη: «λέμε ότι ο τάδε ηθοποιός "παίζει" σ΄ αυτή την ταινία» είχε πει κάποτε «ή ότι η ταινία "παίζεται" στον τάδε κινηματογράφο. Ποτέ δεν λέμε ότι ένα ηθοποιός ?στοχάζεται? σε μια ταινία».
Κι όμως μέσα σ΄ αυτό το συνεχές παιχνίδι του, ο Παναγιωτόπουλος αναδεικνύεται ο πιο διανοούμενος από όλους τους Ελληνες σκηνοθέτες- κάθε ταινία του είναι κι ένα πλήρες ιδεολογικό σχήμα. Παντελώς ανοιχτό βέβαια και αντισυμβατικό.
Ετσι λοιπόν τα «Οπωροφόρα» του Δημητρίου του ταίριαξαν γάντι. Μια εκπληκτική ευκαιρία για ανοιχτή συζήτηση γύρω από την τέχνη και την διαδικασία της δημιουργίας. Και ταυτόχρονα μια χοντρή αγορίστικη πλάκα. Μια κωμωδία που παίζει και στοχάζεται ταυτόχρονα.
Οι δύο κεντρικοί ήρωες της ταινίας αφομοιώνονται ο ένας μέσα στον άλλο. Είναι το ίδιο πρόσωπο χωρισμένο στα δύο. Ο ένας είναι συγγραφέας (Λευτέρης Βογιατζής) και αναλύει τον μηχανισμό της λογοτεχνίας σε μια Ρωσίδα οικιακή βοηθό (Αλεξία Καλτσίκη) που δεν ξέρει γρι ελληνικά. Κι ο άλλος ένας αλαφροΐσκιωτος σαλτιμπάγκος (Νίκος Κουρής) που, ελεύθερος στους δρόμους, απολαμβάνει σύκα, μούρα και φραγκόσυκα σκαρφαλώνοντας σε δέντρα και πειράζοντας τους περαστικούς. Η παράλληλη σύγκρουσή τους ξεδιπλώνεται μέσα σε μια υπέροχη Αθήνα η οποία έχει μεταμορφωθεί, ειδικά για την περίσταση και εκθέτει αυθάδικα το κρυμμένο cult πρόσωπό της.
Κρατώντας σχεδόν αυτούσιο το κείμενο του Σωτήρη Δημητρίου ο Παναγιωτόπουλος καταφέρνει κι αυτός κάτι ακατόρθωτο: μια λογομάχος ταινία που διαβάζεται ή ίσως ένα εικονοφάγο βιβλίο που βλέπεται.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ