Οι τηλεοπτικές συσκευές Uranya μπήκαν κάποτε σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό. Οι παιδικές ματιές της εποχής ταυτίστηκαν μαζί τους γιατί πρόσφεραν ένα παράθυρο στον κόσμο με ένα και μόνο κουμπί. Αυτό το μαγικό παράθυρο αναζητούν και τα μάτια του Αχιλλέα, πέρα από τα όρια του μικρού του χωριού, προς την τεχνολογική πρόοδο που συντελείται με την πρώτη άφιξη του ανθρώπου στο φεγγάρι. Και η πόρνη Ουρανία, που θα μυήσει τα αγόρια στον έρωτα, δεν είναι παρά μια μεταφορά αυτής της αλλαγής, το πέρασμα από την άγνοια στην γνώση.
Τα αθώα, ξένοιαστα όνειρα είναι η βάση της νοσταλγικής κομεντί του Κώστα Καπάκα που κοιτά το παρελθόν μέσα από τα άγουρα μάτια ενός παιδιού, επισκέπτεται την ελληνική επαρχία με την αφέλεια ενός νεοφερμένου στα μέρη της αστού, γλυκαίνεται με την καινούργια μηχανή προβολής ενός θερινού κινηματογράφου, στενοχωριέται με τα όσα χωρίζουν τους ενήλικες, οσφραίνεται -χωρίς να πολυκαταλαβαίνει- την επιρροή του Εμφυλίου, χαίρεται -χωρίς επίσης να αντιλαμβάνεται κάποια ιδιαίτερη σημασία- με την πρώτη επίσκεψη του Ελληνοαμερικάνου Αντιπροέδρου της Αμερικής Σπύρου Αγκνιου, βλέπει τη δικτατορία ως φαρσοκωμωδία και ποθεί τον αληθινό έρωτα.
Αποτραβηγμένη στο δικό της ζαχαρωμένο σύμπαν, η Uranya είναι στην ουσία ένα «πολύ καλό για να είναι αληθινό» όνειρο ενός κόσμου ιδανικά πλασμένου. Στην ίδια γραμμή πορείας με την προηγούμενη ταινία του Καπάκα Peppermint, χωρά μέσα της πολλά και τίποτα ταυτόχρονα, συνιστώντας μια ευπρόσδεκτη αλλά αδέξια στην εκτέλεσή της προσπάθεια μεταφοράς εικόνων και κανόνων του ιταλικού νεορεαλισμού ή του ιταλικού σινεμά γενικότερα, στην ελληνική πραγματικότητα (Σινεμά Ο Παράδεισος, Μαλένα, κ.λπ.).
Ακόμα, και η ολιγόλεπτη παρουσία της Ιταλίδας Μαρία Γκράτσια Κουτσινότα (ντουμπλαρισμένη στα ελληνικά) αυτό μαρτυρά. Το πρόβλημα είναι πως η πρωτογενής ιδέα χάνει το κέντρο βάρους της ανάμεσα σε συμβολικούς χαρακτήρες που βλέπουμε πλέον κατά κόρον σε αναλόγου ύφους ελληνικές ταινίες και παραπατά αποπροσανατολισμένη, ψάχνοντας σημείο αναφοράς σε διάσπαρτα γκαγκ και ανώδυνες λύσεις.
ΑΝΤΑ ΔΑΛΙΑΚΑ