Πατέρας Ελληνας. Μητέρα Γερμανίδα. Γεννημένος στην Αθήνα. Μεγαλωμένος στο Μόναχο. Δουλεύει στο Χόλιγουντ. Οχι, δεν πήγαμε εμείς στο Λος Αντζελες. Αυτός ήρθε εδώ (όπως το κάνει κάθε τόσο) για να δει τον πατέρα του, που κι αυτός έχει το ίδιο όνομα. Φαίδων Παπαμιχαήλ, ή απλώς Παπαμάικλ...
Συνέντευξη στον Ορέστη Ανδρεαδάκη
Επιμέλεια: Βαρβάρα Λουκά / Φωτογραφίες: Daniel Αnast
Με το όνομα Φαίδων Παπαμιχαήλ το Χόλιγουντ αναγνωρίζει δυο καλλιτέχνες: τον πατέρα- σκηνογράφο και τον γιο- διευθυντή φωτογραφίας. Πατέρας και γιος, οι δύο Φαίδωνες βρίσκονται εδώ και τέσσερις δεκαετίες στην καρδιά της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Εξάλλου το γενεαλογικό τους δέντρο απλώνει κλαδιά και προς το μέρος ενός άλλου διάσημου Ελληνα της διασποράς, του Τζον Κασαβέτη, ο οποίος ήταν δεύτερος ξάδελφος του πατρός Φαίδωνα. Αλλος ένας Ελληνας αυτής της εκλεκτής παρέας είναι ο Αλεξάντερ Πέιν. Παλιός γνωστός του Φαίδωνα τζούνιορ, συνεργάστηκε μαζί του στο Πλαγίως κι έκτοτε είναι κολλητοί.
Ο 44χρονος σήμερα Παπαμιχαήλ έχει φωτίσει τον Ντάστιν Χόφμαν, τον Νίκολας Κέιτζ, τον Μάικλ Κέιν, τη Σάντρα Μπούλοκ, τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, την Κάθριν Ζίτα Τζόουνς, την Τζούλια Ρόμπερτς, ενώ φέτος είδαμε τη δουλειά του σε δυο ταινίες: το Εχει Ο Καιρός Γυρίσματα του Γκορ Βερμπίνσκι (με τον οποίο είχε συνεργαστεί και στο Δυο Ατσίδες Και Το Πονηρό Ποντίκι, 1997) και το Walk The Line, με το οποίο πέρασε μια ανάσα δίπλα από τις υποψηφιότητες του Οσκαρ καλύτερης φωτογραφίας. Στη φιλμογραφία του θα βρούμε επίσης το Ενώ Εσύ Κοιμόσουν, το Patch Adams, το Million Dollar Hotel του Βιμ Βέντερς (μην ξεχνάμε ότι είναι και γερμανόφωνος), τα 27 Κλεμμένα Φιλιά της Γεωργιανής Νανά Τζορτζάτζε, το Ζευγάρι Της Χρονιάς και πολλά άλλα. Εχει φωτίσει και το Poison Ivy με την Ντρου Μπάριμορ, με την οποία μάλιστα είχαν σχέσεις για ένα - δυο χρόνια.
Σήμερα ο διάσημος διευθυντής φωτογραφίας θυμάται ότι η καριέρα του άρχισε με ένα γράμμα του Κασαβέτη. «Μόλις είχα αρχίσει να ασχολούμαι με τη φωτογραφία ως χόμπι, έστειλα στον Κασαβέτη μερικές φωτογραφίες κι εκείνος μου απάντησε: οι φωτογραφίες σου αιχμαλωτίζουν το πνεύμα της νέας γενιάς σε κλασική φόρμα. Ελα να με βρεις. Ετσι άρχισαν όλα».
Η οικογενειακή- επαγγελματική σχέση συνεχίστηκε πάντως, αφού ο Φαίδων φώτισε το Unhook The Stars του υιού Κασαβέτη, του Νικ, στην οποία πρωταγωνιστούσε η μητέρα του, η Τζίνα Ρόουλαντς.
Ο μεγάλος Φαίδων Παπαμιχαήλ (ο οποίος σήμερα είναι 84 ετών, αλλά φαίνεται και νιώθει το πολύ 64!) μου είχε πει ότι ο μικρός θα γίνει μια μέρα «πολύ μεγάλος φωτογράφος». Παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα την ελληνική δημοσιογραφική προβολή του Walk The Line κι όταν, λίγες μέρες αργότερα, διαπίστωσε ότι ο γιος του δεν είναι στην πεντάδα των υποψήφιων για το Οσκαρ φωτογραφίας, είπε απλώς «δεν πειράζει, την επόμενη φορά θα το πάρει. Νέος είναι ακόμα!».
Ο Παπαμιχαήλ τζούνιορ γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα και το 1966 πήγε για πρώτη φορά στην Αμερική με τον πατέρα του ο οποίος τότε δούλευε ως production designer στα Πρόσωπα του Κασαβέτη. Λίγο αργότερα ο μικρός Φαίδων ακολούθησε τη Γερμανίδα μητέρα του στο Μόναχο όπου τελείωσε το σχολείο. Το 1983, όταν ο πατέρας του δούλευε στην Ερωτική Θύελλα, ο μικρός έστειλε το γράμμα στον Κασαβέτη και πήγε να τους βρει στη Νέα Υόρκη.
«Περνάγαμε πολλές ώρες στο σπίτι με τον Κασαβέτη» λέει ο Φαίδων. «Παίζαμε τάβλι και μιλούσαμε. Οχι όμως για σινεμά. Εγώ τότε ήμουν παθιασμένος με τον Γκοντάρ, τον Μπουνιουέλ, τον Αντονιόνι, τον Φελίνι, αλλά εκείνος δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τους Ευρωπαίους διανοούμενους σκηνοθέτες.
Το μόνο πράγμα για το οποίο μιλούσαμε πολύ ήταν τα αθλητικά. Ηξερε ότι θα πεθάνει, κι αν ήταν ζωντανός σήμερα- που θα ήταν αν είχε χειρουργηθεί εγκαίρως- θα είχε κάνει σίγουρα πολλές ταινίες.
Μια φορά καθόμουν και έβλεπα τα Πρόσωπα στο καθιστικό. Ηταν αργά και κατέβηκε από την κρεβατοκάμαρά του επειδή δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Εγώ το έβλεπα χωρίς ήχο. Μου λέει τι κάνεις εκεί; Βλέπω χωρίς ήχο του απαντώ. Είναι πολύ ενδιαφέρον, αντιμετωπίζεις την ιστορία με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο έτσι. Κάθισε μαζί μου λοιπόν και για δύο ώρες τη βλέπαμε χωρίς ήχο.
Πώς αντιμετώπιζε τη φωτογραφία ο Κασαβέτης στις ταινίες του; Εχω την αίσθηση ότι δεν πρέπει να έδινε μεγάλο βάρος σ' αυτό.
Ναι. Ποτέ του δεν κατάλαβε τη φωτογραφία ως οπτική γλώσσα. Ελεγε «ωραίο ηλιοβασίλεμα. Πώς το κάνεις αυτό; Γυρίζεις ένα ηλιοβασίλεμα αλλά μετά πρέπει να επιστρέψεις στην ιστορία των ανθρώπων. Πόση ώρα μπορείς να τραβάς ένα ηλιοβασίλεμα;» Δεν είχε την αντίληψη της υποστήριξης των αισθημάτων της ιστορίας από τη φωτογραφία.
Εσύ πάντως, επισήμως, δεν σπούδασες φωτογραφία.
Μέσω του Κασαβέτη γνώρισα την κόρη του Μπεν Γκαζάρα, τη Λιζ, η οποία ήθελε να κάνει μια ταινία μικρού μήκους, είδε τις φωτογραφίες μου και μου ζήτησε να την κινηματογραφήσω. Της είπα ότι δεν το έχω κάνει ποτέ και μου είπε ότι θα τα πάω μια χαρά. Μαζέψαμε μερικά λεφτά και κάναμε την ταινία. Ο Νικ Κασαβέτης (σ.σ. γιος του Τζον) ήταν ηθοποιός κι εγώ είχα την κάμερα που ο Τζον είχε αγοράσει για τα Πρόσωπα. Μάλιστα για να μάθω πώς δουλεύει αγόρασα ένα εγχειρίδιο! Θυμάμαι να δείχνω σε κάποιον πώς να εστιάζει για τα φώτα, ήταν εκπληκτικό! Κάναμε την ταινία κι έτσι από τη μία ταινία μικρού μήκους πήγαινα στην άλλη.
Ηταν το 1988 και ο Φαίδων Παπαμιχαήλ παρουσιάστηκε στο μεγάλο εργαστήριο του Ρότζερ Κόρμαν, απ όπου βγήκε και ο Κόπολα και γενιές ολόκληρες Αμερικανών σκηνοθετών και τεχνικών. Αρχικά τον κράτησαν επειδή ήταν λέει «γρήγορος κι έπρεπε να γυρίζουν την ταινία μέσα σε 15 μέρες». Δούλεψε στο Deadly Dreams κι αμέσως μετά στο Dance Of The Damned, μια ιστορία αγάπης μεταξύ μιας στριπτιζέζ και ενός βρικόλακα- «εξαιρετικό vampire movie» θυμάται σήμερα. Τότε γνώρισε και τον Αλεξάντερ Πέιν.
«Ημουν τότε 23 χρονών» λέει «κι έκανα μια μικρού μήκους όπου αυτός ήταν μπούμαν. Γνωρίζαμε τους ίδιους ανθρώπους, μέναμε στην ίδια γειτονιά, αλλά ποτέ δεν είχαμε δουλέψει μαζί. Μέχρι που, ξαφνικά, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να κάνουμε το Πλαγίως.
Εχεις γυρίσει και δυο ταινίες ως σκηνοθέτης. Το SKETCH ARTIST με την Ντρου Μπάριμορ και το DARK SIDE OF GENIUS. Το 1992 και το 1994. Εκτοτε δεν ξανασκηνοθέτησες. Γιατί;
Στην πραγματικότητα δεν θέλω άλλη δουλειά. Δουλειά έχω. Είμαι διευθυντής φωτογραφίας. Θέλω να σκηνοθετώ μόνο σε φάσεις που έχω ανάγκη να είμαι ανεξάρτητος.
Τώρα όμως έχεις γράψει ένα σενάριο και ψάχνεις χρηματοδότες για να το σκηνοθετήσεις. Θα είναι χολιγουντιανή ή ευρωπαϊκή παραγωγή;
Ευρωπαϊκή. Στην Αμερική δεν μου αρέσει ιδιαίτερα η ανάμειξη του παραγωγού. Εδώ είναι διαφορετικά. Τώρα, που έδειξα το σενάριο σε κάποιους παραγωγούς, δεν μου είπαν τίποτα του τύπου «θέλουμε να το κάνουμε έτσι κι έτσι». Αυτό δεν θα γινόταν ποτέ στην Αμερική. Εδώ σέβονται τον δημιουργό. Ακόμα και να μην αρέσει στους παραγωγούς το σενάριο, σέβονται την επιλογή της δημιουργίας. Δεν εξάγουν απλά ένα προϊόν.
Υπάρχει μια παρανόηση για το πότε είναι καλή και πότε κακή η φωτογραφία σε μια ταινία. Θέλω να πω ότι «καλή» φωτογραφία δεν είναι κατ ανάγκη η εντυπωσιακή, η καλλιγραφημένη φωτογραφία.
Ακριβώς, και Οι Αναμνήσεις Μιας Γκέισας είναι ένα τέτοιο αρνητικό παράδειγμα. Σε μια ταινία όλα πρέπει να έχουν μια ισορροπία, να υπάρχει αρμονία. Η φωτογραφία πρέπει να στηρίζει κατάλληλα την ιστορία.
Εσύ πώς δουλεύεις;
Ποτέ δεν σχηματίζω ιδέα από πριν. Υπάρχει έτσι δημιουργική διαδικασία κατά τη διάρκεια του γυρίσματος. Στο Walk Τhe Line ο Μάνγκολντ ήταν σαν εμένα. Εύκολος, «τεμπέλης» το λέω εγώ. Είναι σκόπιμα τεμπέλης. Μου αρέσουν επίσης οι σκηνοθέτες που δεν μιλούν πολύ. Με τον Πέιν δεν μιλούσαμε για το πώς θα προσεγγίσουμε οπτικά το Πλαγίως. Αυτό που κάναμε ήταν να βλέπουμε ταινίες που μας αρέσουν, όπως η Νύχτα του Αντονιόνι.
Αντίθετα στο Εχει Ο Καιρός Γυρίσματα που έκανα με τον Βερμπίνσκι όλα ήταν σχεδιασμένα στο έπακρο. Ετσι όμως δεν υπάρχει δημιουργική διαδικασία. Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ ενός σκηνοθέτη που παίρνει αποφάσεις κατά τη διάρκεια της καταγραφής της εικόνας και ενός άλλου που πρώτα καταγράφει τα πάντα και μετά φτιάχνει την εικόνα. Δεν μου αρέσει το δεύτερο. Οταν προσχεδιάζεις την εικόνα μπορείς να είσαι πολύ καλός σε αυτό, η εικόνα όμως παίρνει μια μηχανική ποιότητα.
Εχεις δουλέψει με μεγάλους σταρ. Τι είδους παραξενιές έχουν σχετικά με το φως, με το πού θα τους τραβήξεις;
Συνήθως δεν εμπλέκονται. Η Ρις Γουίδερσπουν δεν παραπονέθηκε ποτέ, είναι ευχαριστημένη με την εικόνα της. Ο Ντάστιν Χόφμαν ήταν ο καλύτερος τύπος. Υποστήριζε τους νέους ηθοποιούς, αγόραζε ποτά σε όλο το συνεργείο. Και όμως έχει τρομερή φήμη. Ο Χοακίν Φίνιξ, πάλι, είναι ηθοποιός της «Μεθόδου», μπαίνει εντελώς μέσα στον ρόλο και δεν τον νοιάζει τίποτε. Να σου πως ένα αστείο: Στην αρχή των γυρισμάτων βγαίναμε συχνά μαζί για ένα ποτό, μπορώ να πω ότι γίναμε και φίλοι. Και μια μέρα έρχεται ο Μάνγκολ και μας λέει ότι ο Χοακίν ζήτησε να τον φωνάζουν όλοι JR- έτσι φωνάζανε τον Τζόνι Κας. Μια φορά, μάλιστα, που τον φώναξα Χοακίν, ταράχτηκε τόσο πολύ, ώστε χτυπούσε το κεφάλι του για να «βγει» από τον εαυτό του και να «ξαναμπεί» στον ρόλο του Τζόνι Κας.