Ο παγοκόφτης επιστρέφει, μαζί με τη σταρ που τον έκανε θανάσιμο φετίχ. Στα 47 της, η Σάρον Στόουν παραμένει δυναμική, σέξι και διαβολικά ευφυής...
Από την Κατερίνα Ανδρεάκου
Το 1992 ήταν η χρονιά που η Σάρον Στόουν έγινε συνώνυμο της ερωτικής φαντασίωσης. Η αμφιλεγόμενη και αμφισεξουαλική Κάθριν Τρεμέλ στο Βασικό Ενστικτο ήταν ο ρόλος που ανέδειξε το σεξαπίλ και το υποκριτικό της ταλέντο. 14 χρόνια μετά, έχουν αλλάξει πολλά στη ζωή και την καριέρα της, οπότε η επιστροφή της με το πολυπαθές Βασικό Ενστικτο 2 μπορεί να αιτιολογηθεί ποικιλοτρόπως. Η Κάθριν επανέρχεται για να ταράξει τις φαντασιώσεις και τη λογική μιας σχεδόν νέας γενιάς σινεφίλ, είναι όμως πραγματικά η καλύτερη επιστροφή της Σάρον; «Εάν έχεις ένα αιδοίο και τσαμπουκά σ' αυτή την πόλη, τότε έχεις έναν φονικό συνδυασμό». Χμ... Προσθέτοντας ένα IQ στο 154 κι ένα αναλλοίωτα εντυπωσιακό σώμα, τότε θα λέγαμε πως αυτός ο συνδυασμός έχει ήδη μπει σε χρήση με επιτυχία. Η Στόουν δεν φοβήθηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει σώμα αλλά και μυαλό ως μέσα επιβίωσης και αυτοάμυνας στην κινηματογραφική βιομηχανία. «Υποτίθεται πως οι κούκλες Μπάρμπι δεν πρέπει να συμπεριφέρονται όπως εγώ», έχει αναφέρει στο παρελθόν- κι έχει δίκιο.
Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια στα 17 της και την ίδια χρονιά Μις Πενσιλβάνια στα καλλιστεία, ξεκίνησε δουλεύοντας σε φαστφουντάδικο για να ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογένειά της και ενώ όλοι την προόριζαν για τη Νομική εκείνη έγινε σύντομα μοντέλο για το πρακτορείο Φορντ. Πρώτος της ρόλος, ένα πέρασμα στις Ζωντανές Αναμνήσεις του Γούντι Αλεν. «Ηταν η πρώτη μου ταινία και η ευκαιρία να δουλέψω με τον Γούντι Αλεν. Ηταν μια μεγάλη εμπειρία και μπορώ να τη συγκρίνω, σε σεξουαλική ορολογία, με το χάσιμο της παρθενιάς». Ακολούθησαν δεύτεροι ρόλοι σε ταινίες όπως Η Μεγάλη Των Μπάτσων Σχολή 4 και οι Θησαυροί Του Σολόμωντα (1985). Αφού την απέρριψαν για ταινίες όπως η Ολέθρια Σχέση, ο Μπάτμαν και το Ντικ Τρέισι, η Σάρον αποφάσισε, στα 32 της, να πάρει πιο δραστικά μέτρα. Μια αποκαλυπτική φωτογράφηση στο Playboy της απέφερε δυο ρόλους σε ταινίες του Πολ Βερχόφεν που την έκαναν πρώτα γνωστή και μετά διάσημη- απέναντι στον Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ στην Ολική Επαναφορά (1990) και, δυο χρόνια αργότερα, στο... κρεβάτι με τον Μάικλ Ντάγκλας, στο Βασικό Ενστικτο.
Η μετά τo Ενστικτο εποχή την έφερε στην κορυφή από τις λίστες των πιο εμπορικών και των πιο σέξι ηθοποιών στον πλανήτη. Ολες οι πόρτες άνοιγαν πια για τη Σάρον, η οποία έβλεπε το κασέ και τη δύναμή της στη βιομηχανία να εκτοξεύονται στα ύψη... τουλάχιστον προσωρινά.
Αφού εξαργύρωσε το Ενστικτο πετώντας εκ νέου τα ρούχα σε ανούσιες χολιγουντιανές αρπαχτές όπως το Sliver (1993) και οι Σπεσιαλίστες (1994), το 1995 εμφανίστηκε ο Μάρτιν Σκορσέζε για να κλείσει τα στόματα όσων την κατηγορούσαν για έλλειψη ταλέντου. Το Καζίνο του σχεδιάστηκε γύρω από τον ρόλο της εκρηκτικής αλλά αυτοκαταστροφικής Τζίντζερ, που κλέβει την καρδιά- και, εν συνεχεία, και την περιουσία- του μαφιόζου διευθυντή του ομώνυμου καζίνου (Ρόμπερτ Ντε Νίρο). Η Στόουν σχεδόν μονοπώλησε τους προβολείς της δημοσιότητας μ έναν νέο «θανάσιμο συνδυασμό» εκτυφλωτικής εξωτερικής εμφάνισης και μεστής ερμηνείας, αντάξιας των ονομάτων του σκηνοθέτη και του συμπρωταγωνιστή της. Η Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ηθοποιού και η υποψηφιότητα α* γυναικείου ρόλου στα Οσκαρ εκείνης της χρονιάς ήταν η επιβράβευσή της.
«Η διασημότητα είναι ένα πραγματικά εντυπωσιακό πράγμα. Στην αρχή σκεφτόμουν: Με λατρεύουν! Α, τους αγαπώ κι εγώ! Και ενώ χόρευα κλακέτες πάνω στο βάθρο μου, ξαφνικά ΜΠΑΜ! ...βρέθηκα με τα μούτρα στη σκόνη». Μετά το Καζίνο, τι; Γιατί ακριβώς τη στιγμή του θριάμβου η καριέρα της Στόουν άρχισε να παίρνει επικίνδυνα την κάτω βόλτα; Ισως ήταν το γεγονός ότι πλησίαζε επικίνδυνα τα 40, πάντοτε δύσκολη εποχή για τις ηθοποιούς. Αρκετά μεγάλες για σαγηνευτικές πρωταγωνίστριες, πολύ νέες για να υποδυθούν τους πιο «μεστούς» ρόλους της ωριμότητας. Ισως πάλι -κι αυτό μάλλον ταιριάζει περισσότερο στην περίπτωση της Στόουν- να έφταιξαν απλώς οι κακές επιλογές ταινιών και ρόλων. Ο Τελευταίος Χορός (1996), στο οποίο υποδύεται μια θανατοποινίτισσα, δεν αποτέλεσε σε καμία περίπτωση το γυναικείο αντίστοιχο του Θα Ζήσω, ενώ δυο ανάξια ριμέικ κλασικών ταινιών, οι Διαβολογυναίκες (1996) και κυρίως το Γκλόρια (1999), διασκευή του αριστουργήματος του Τζον Κασαβέτη από τον Σίντνεϊ Λιούμετ, σφράγισαν τη λέξη «αποτυχία» στη λίστα της καριέρας της. Και σα να μην έφτανε αυτό, η μοναδική στιγμή επιτυχίας, η υποψηφιότητα β* γυναικείου ρόλου στις Χρυσές Σφαίρες που κέρδισε για τη Μούσα του Αλμπερτ Μπρουκς (1999), στιγματίστηκε από καταγγελίες πως «λαδώθηκαν» μέλη της Ενωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου για να μεροληπτήσουν υπέρ της.
Αυτή την εποχή της επαγγελματικής «παρακμής», η ιδιωτική της ζωή φαινόταν να πηγαίνει προς το καλύτερο. Ο γάμος της το 1998 με τον Φιλ Μπρονστάιν, αρχισυντάκτη εφημερίδας του Σαν Φρανσίσκο, οδήγησε στην υιοθεσία ενός βρέφους και η εικόνα της φιλόδοξης και υπέρμετρα σέξι Σάρον αντικαταστάθηκε από αυτή της καλής συζύγου και αφοσιωμένης μητέρας. Παράλληλα, η ακτιβιστική της δράση παρέμενε σταθερά στα φώτα της δημοσιότητας, με εντυπωσιακές συμμετοχές σε εκδηλώσεις του αγώνα κατά του AIDS και υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων. «Το προσωπικό και το δημόσιο στιλ μου είναι πολύ διαφορετικά. Οποτε βγαίνω έξω, υποκρίνομαι», έχει κατά καιρούς δηλώσει και μάλλον έχει κάνει αισθητή την αλήθεια των λεγόμενών της, κυρίως μέσα από την υπερβολή που χρησιμοποιεί στις δημόσιες εμφανίσεις της. Ισως η καλύτερη τεχνική για μια «Μπάρμπι» με μυαλό Αϊνστάιν.
Ο Οκτώβριος του 2001 ήταν ανατρεπτικός . Ενα ανεύρυσμα τής προκάλεσε ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου. Οταν όμως η Σάρον βγήκε θριαμβεύτρια από την περιπέτειά της, η συμπάθεια του κόσμου αλλά και τα φώτα της δημοσιότητας την επανέφεραν για τα καλά στο προσκήνιο. «Μ επηρέασε τόσο βαθιά που συνειδητοποίησα πως η ζωή μου δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια. Και μου έχει προσφέρει σίγουρα μια νέα προοπτική για την καριέρα μου». Και εάν το πρώτο σκέλος της δήλωσής της μοιάζει πέρα για πέρα αληθινό, υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το δεύτερο. Γιατί η καριέρα της δεν έχει δείξει σημάδια πλήρους ανάρρωσης. Το Cold Creek Manor (2003) δεν σημείωσε εμπορική επιτυχία, ενώ η περσινή Catwoman, στην οποία υποδυόταν τη σατανική Λόρελ Χένταρε, αντίπαλο δέος της Χάλι -Κατγούμαν- Μπέρι, αποτέλεσε καταστροφή πολλών... Χρυσών Βατόμουρων, την ίδια χρονιά που και ο τρίτος της γάμος - αυτός με τον Μπρονστάιν - έλαβε άδοξο τέλος. Μοναδική μα μικρή φαεινή στιγμή, η περσινή συμμετοχή της στα Τσακισμένα Λουλούδια του Τζιμ Τζάρμους.
Μήπως τελικά ήρθε η στιγμή να υποδυθεί αυτούς τους πιο «μεστούς» ρόλους, ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται το ολίσθημα του ονόματός της κάτω από τον τίτλο της ταινίας. Βεβαίως, η Στόουν δεν φαίνεται προς το παρόν διατεθειμένη ν αποδεχτεί αυτή την επιλογή, όπως αποδεικνύει αναλαμβάνοντας το μάλλον «απελπισμένο» σίκουελ του Βασικού Ενστίκτου. Η δύναμη της άποψής της απέκλεισε ηθοποιούς σαν τον Μπέντζαμιν Μπρατ, ενώ άλλοι ηθοποιοί δικαιολόγησαν με όποιον τρόπο μπορούσαν την άρνησή τους να συμμετέχουν στην ταινία. Ο Κερτ Ράσελ ενοχλήθηκε από τις πολλές γυμνές σκηνές, ο Μπρους Γκρίνγουντ έριξε το φταίξιμο στην... απεργία των ηθοποιών, ενώ ο Πιρς Μπρόσναν αρνήθηκε απλώς γιατί βρήκε απεχθή αρκετά σημεία του σεναρίου. Η Σάρον όμως παρέμεινε, υπόμεινε και τώρα ελπίζει να βγει νικήτρια από αυτό το αμφιλεγόμενο σχέδιο. Στα αναρίθμητα message boards του Ιντερνετ σχετικά με την ταινία αναφέρεται ότι ο παράγοντας ηλικία θα αποτρέψει πολλούς νεαρούς- και όχι μόνο- από το να δουν την ταινία. Φαίνεται ότι το πέρασμα του χρόνου δημιουργεί αυτόματα προκαταλήψεις, ακόμα κι όταν πρόκειται για μια 47χρονη με το σεξαπίλ και το αγέραστο σώμα της κυρίας Στόουν. Μήπως τελικά η πιο συζητήσιμη μέχρι σήμερα προσπάθειά της να γυρίσει στην κινηματογραφική επικαιρότητα αποδειχθεί μπούμερανγκ; Ισως. Η ίδια έχει δηλώσει: «Δεν πιστεύω πως μόνο το μακιγιάζ και το σωστό χτένισμα μπορούν να κάνουν μια γυναίκα όμορφη. Η πιο εκτυφλωτική γυναίκα σ' ένα δωμάτιο είναι εκείνη που είναι γεμάτη ζωή κι εμπειρίες». Η Κάθριν Τρεμέλ μάλλον θα πρέπει να αφήσει κάτω τον παγοκόφτη και να δώσει την ευκαιρία στη Σάρον Στόουν να δείξει κάτι παραπάνω απ όσα έγιναν ταυτόσημα με το όνομά της σχεδόν 15 χρόνια πριν...