Είναι πραγματικά κρίμα που ελάχιστοι γνωρίζουν τη μουσική ιδιοφυϊα και τη βαθιά ευαισθησία που έκρυβε μέσα του ένας πραγματικός καλλιτέχνης όπως ο Townes Van Zandt. Είναι επίσης θλιβερό το γεγονός ότι η κατακλυσμιαία επιρροή που άσκησε στον χώρο ο εκπληκτικός αυτός φολκ συνθέτης και στιχουργός, μετά τον χαμό του στα 1997, δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί αρκετά.
Αποφασίζοντας να μην παρασυρθεί από ανοιχτούς λογαριασμούς που έχουν να κάνουν με τον μύθο και τη φημολογία γύρω από το αντικείμενό της, η Μάργκαρετ Μπράουν επέλεξε να γυρίσει αυτό το φιλμ, ορμώμενη πρωτίστως από συμπόνια, και κάποια αγάπη ίσως γι αυτόν τον άνθρωπο. Το λυρικό ντοκιμαντέρ της δεν νιώθει υποχρεωμένο να απαντήσει σε ερωτήματα ούτε να κλείσει ανοιχτές πληγές. Αντίθετα, εγκαταλείπει εξαρχής κάθε δημοσιογραφικό ενδιαφέρον για να σκιαγραφήσει με τον δικό του τρόπο μια ξεχωριστή μα και αντιφατική περσόνα. Ο Townes Van Zandt που συναντά κανείς στο φιλμ είναι φτιαγμένος από αλληλοσυγκρουόμενες πτυχές, όλες ψηφίδες ενός αινιγματικού ανθρώπινου μωσαϊκού που ξοδεύτηκε γρήγορα και άδικα. Προικισμένος καλλιτέχνης από τη μια, μανιοκαταθλιπτική και αυτοκαταστροφική προσωπικότητα από την άλλη, αποτυχημένος σύζυγος και οικογενειάρχης, ο Van Zandt ξεδιπλώνεται σταδιακά ως μια ατελής και ευάλωτη οντότητα, αναγκασμένη να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής της κατατρεγμένη από τους προσωπικούς της δαίμονες. Φτιαγμένη με τη λογική της μη εξιδανίκευσης και αρκετά εγκρατής, ώστε να μην πέσει στην παγίδα ούτε της αγιογραφίας αλλά ούτε και της σκανδαλοθηρίας, η ταινία καταλήγει σε ένα χαμηλόφωνο πορτρέτο που πότε σε γοητεύει, πότε σε ξενίζει και πότε σου ραγίζει εντελώς την καρδιά. Λ.Κ.