The Line Of Beauty

02.04.2007
To 1753, ο Βρετανός καλλιτέχνης Γουίλιαμ Χόγκαρθ εξέδωσε το «Τhe Analysis Of Βeauty», μία από τις πολλές προσπάθειες να δημιουργηθούν επίσημοι κανόνες για την καθιέρωση της αισθητικής τον 18ο αιώνα. Μία από τις πιο διάσημες θεωρίες του ήταν αυτή της καμπύλης S, την οποία θεωρούσε ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι κάθε φόρμας του «ωραίου».

To 1753, ο Βρετανός καλλιτέχνης Γουίλιαμ Χόγκαρθ εξέδωσε το «Τhe Analysis Of Βeauty», μία από τις πολλές προσπάθειες να δημιουργηθούν επίσημοι κανόνες για την καθιέρωση της αισθητικής τον 18ο αιώνα. Μία από τις πιο διάσημες θεωρίες του ήταν αυτή της καμπύλης S, την οποία θεωρούσε ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι κάθε φόρμας του «ωραίου». Ο ίδιος την περιγράφει ως μία «... κυματιστή γραμμή ή αλλιώς η γραμμή της ομορφιάς, όσο κι αν ποικίλλει (ακόμα και από τον συνδυασμό ευθειών και καμπύλων γραμμών), που αποτελείται από δύο αντίθετες καμπύλες και γίνεται ακόμη πιο όμορφη και ευχάριστη, τόσο που το χέρι αποκτά μία ζωντανή κίνηση φτιάχνοντάς την με το μελάνι ή το μολύβι».

Γραμμένο με δεξιοτεχνικά δουλεμένες γραμμές ομορφιάς που άλλοτε συναντιούνται για να οδηγήσουν σε κοινό προορισμό και άλλοτε απομακρύνονται για να αποκαλύψουν τις δύο όψεις κάθε «νομίσματος», το «Τhe Line Of Βeauty» του Αλαν Χόλινγκχερστ κυκλοφόρησε το 2004 για να αποκτήσει αμέσως και δικαίως τη φήμη ενός «σχεδόν αριστουργηματικού» μυθιστορήματος, κερδίζοντας την ίδια χρονιά το Booker Prize και κατατάσσοντας τον συγγραφέα του - ανοιχτά gay και ακόμη πιο ανοιχτά λάτρη του Χένρι Τζέιμς - στους καλύτερους σύγχρονους μυθιστοριογράφους.

Η ενδοσκόπηση του Χόλινγκχερστ στο Λονδίνο της δεκαετίας του 80, μέσα από την ιστορία ενός gay νεαρού που θα εισβάλλει ως «ξένος»- στη μεγαλοαστική οικογένεια ενός συντηρητικού από τον κύκλο της Μάργκαρετ Θάτσερ για να αποκαλύψει όλα όσα με επιμέλεια κρύβονται πίσω από την υποκρισία και τη διαφθορά της εξουσίας, ξεκινάει το 1983 και τελειώνει το 1987. Διασχίζοντας την καθημερινότητα της οικογένειας των Φέντενς, που, παγιδευμένη μέσα στις νευρώσεις της, προτιμά να αποσιωπά όσα την τραυματίζουν και τη φθείρουν και ξεδιπλώνοντας ταυτόχρονα και με τον πιο μελανό τρόπο τη φρίκη της μάστιγας του AIDS που θα «παγώσει» οριστικά και αμετάκλητα όλα όσα με ενθουσιασμό είχε διδάξει το gay liberation της δεκαετίας του 70, ο Χόλινγκχερστ περιγράφει, σατιρίζει, κρίνει και τελικά παραδίδει μία σπαρακτικά ενδελεχή σπουδή πάνω στις τεθλασμένες γραμμές της ευτυχίας, της εξουσίας και της ομορφιάς.

Προσπαθώντας να κλείσει 500 σελίδες μεστού γραπτού λόγου σε τρεις ώρες τηλεοπτικού prime time, η μεταφορά του «Τhe Line Of Βeauty» από τον Σαούλ Ντιμπ για λογαριασμό του BBC ενδιαφέρεται πρωταρχικά να αφηγηθεί την ιστορία... Με στάνταρ κινηματογραφικής παραγωγής, μία ιδανική επιλογή στον κεντρικό ρόλο (θυμηθείτε το όνομα του Νταν Στίβενς), το Line Of Beauty ξεκινάει με αργούς ρυθμούς, σκιαγραφώντας την εποχή (ιδανική επιλογή από το ανεξάντλητο jukebox των 80s τραγουδιών) και τους ήρωες (με πιο δυνατή την παρουσία της κόρης της οικογένειας Κάθριν), πριν εξελιχθεί σε ένα καταιγιστικό πορτρέτο της συντηρητικής Βρετανίας στο δεύτερο επεισόδιο (εκεί όπου ακόμα και σε ένα πάρτι με καλεσμένη την «σιδηρά κυρία» πίσω από την κλειστή πόρτα μίας τουαλέτας η κοκαϊνη και το σεξ πράττουν αντιπολίτευση) και τελικά καταλήξει, στο τρίτο επεισόδιο, σε ένα σχεδόν σκορσεζικό μοτίβο ανόδου και πτώσης ενός ήρωα που, κάπου στη μέση της πορείας, αντιλαμβάνεται πως ανήκει κάπου αλλού.

Αν, όμως, κάτω από το διερευνητικό και ανάλαφρο βλέμμα ενός Στίβεν Φρίαρς ή ενός Νιλ Τζόρνταν το οικοδόμημα του Χόλινγκχερστ θα ολοκληρωνόταν σε ένα καυστικό σχόλιο πάνω στο νεο-συντηρητισμό και τη νίκη των προσωπικών αξιών πάνω στο βάρος της κοινωνικής ευταξίας, το άπειρο μάτι του Ντιμπ χάνει ευκαιρίες για μία ανατριχιαστική ψυχολογική χαρτογράφηση των ηρώων, φτάνοντας μόνο μέχρι εκεί που αδιόρατα διαισθάνεσαι την επερχόμενη πτώση μίας οικογένειας, μίας εποχής, μίας ολόκληρης τάξης πραγμάτων.

Ακόμη όμως κι έτσι, είναι αξιοθαύμαστη η μεταφορά του πνεύματος των διφορούμενων 80s, η τολμηρότητα (για BBC) των ερωτικών σκηνών, η υποδόρια μελαγχολία για το τέλος της αθωότητας και όλα όσα διακόπτουν ερήμην μας τη γραμμή της ομορφιάς αυτού του τόσο άσχημου κόσμου. Στις 500 σελίδες του βιβλίου του Χόλινγκχερστ βρίσκονται όλα τα υπόλοιπα. Αυτά που καμία κινηματογραφική κάμερα και κανένα - ακόμη και το πιο καλογραμμένο- σενάριο δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποδώσουν, κάνοντας τη νίκη των λέξεων πάνω στην εικόνα για ακόμη μία φορά οριστική!

Ο σκηνοθέτης Σάουλ Ντιμπ μιλάει για...

Το κάστινγκ: «Ξοδέψαμε τον περισσότερο χρόνο στο να προσπαθήσουμε να βρούμε τους σωστούς ανθρώπους για το καστ των 50 ρόλων. Προφανώς, ο πιο σημαντικός από όλους ήταν ο Νικ Γκεστ. Στην πραγματικότητα ήταν η μία και μοναδική πολύ σημαντική απόφαση. Για μένα ο μεγαλύτερος όγκος δουλειάς γίνεται στην προετοιμασία, όσο δουλεύεις στο σενάριο και στην επιλογή των ηθοποιών. Είμαι σίγουρα πολύ περήφανος για την ομάδα των ηθοποιών. Νομίζω ότι ταιριάζουν μεταξύ τους και επίσης ήταν παρά πολύ σημαντικό ότι δεν έγιναν καρικατούρες των ανθρώπων που υποδύονται, γιατί είναι πολύ εύκολο στον κόσμο της βρετανικής υψηλής τάξης να τους κάνεις όλους να μοιάζουν χάρτινοι ή αντιπαθητικοί. Για τους ρόλους των νέων διαλέξαμε κατά βάση άγνωστους ηθοποιούς, ηθοποιούς που μόλις είχαν βγει από τη δραματική σχολή και που δεν είχαν παρά ελάχιστη πείρα, αλλά είχαν επιλεχθεί από τις σχολές τους ως μεγάλα ταλέντα και μέσα από αυτούς βρήκαμε και τον Νταν Στίβενς, που ελπίζω πως θα γίνει ένας μεγάλος σταρ».

Την επιστροφή στα 80s: «Είμαι πάντοτε ελαφρά καχύποπτος με τα έργα εποχής γιατί το κοινό μοιάζει να περιμένει να δει όλα τα χαρακτηριστικά μίας εποχής. Εδώ θα περίμενε κανείς 80s τηλέφωνα ή μεγάλες βάτες... Αλλά θέλαμε όλα αυτά να μπουν στο φόντο, γιατί αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει είναι οι άνθρωποι και η ιστορία. Δεν είναι ένα συναισθηματικό, νοσταλγικό ταξίδι για τη δεκαετία του 80.

Τις gay ερωτικές σκηνές: «Τις ερωτικές σκηνές είναι πάντοτε δύσκολο να τις περιγράψεις στο σενάριο. Ετσι ο Αντριου Ντέιβις τις άφησε ανοιχτές και σκέφτηκα πως ήταν δικός μου ρόλος να τις εξερευνήσω με ειλικρίνεια και με τους ηθοποιούς να νιώθουν άνετα και μετά να αποφασίσουμε πόσο από αυτές θα θέλαμε να κρατήσουμε στο μοντάζ. Νομίζω ότι είναι αληθινές και αρκετά τρυφερές και όλες διαφορετικές μεταξύ τους. Τις προσέγγισα ακριβώς όπως θα προσέγγιζα το ετεροφυλόφιλο σεξ και αυτή ήταν η απόφαση μου. Δεν ήθελα να αρχίσω να τις αλλάζω απλά επειδή ήταν ανάμεσα σε δύο άντρες».