Κέρκυρα, αρχές του 20ού αιώνα. Μέσα από ερωτικά πάθη ασύμβατα με τα ήθη της εποχής και της τάξης τους, τα μέλη της αρχοντικής οικογένειας των Οφιομάχων βιώνουν τον ηθικό ξεπεσμό και την οικονομική καταστροφή.
Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια τα Κρατικά Βραβεία απονέμονται πολύ απλά στις αρτιότερες ελληνικές παραγωγές, δεν εκπλήσσει καθόλου ότι η πρώτη εδώ και 22 χρόνια ταινία μυθοπλασίας του Τώνη Λυκουρέση απέσπασε δέκα από αυτά.
Παρά το προσεγμένο αισθητικό κομμάτι, όμως, και την πιστή απόδοση του κοινωνικοπολιτικού κλίματος της εποχής, η ταινία στηρίζεται υπερβολικά στον αέρα της σοβαρής λογοτεχνίας που αποπνέει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, με αποτέλεσμα να θυμίζει περισσότερο τις κατά Κουτσομύτη πλουσιοπάροχες λογοτεχνικές διασκευές που στολίζουν τη μικρή οθόνη.
Και είναι πραγματικά κρίμα καθώς το όλο εγχείρημα διακρίνεται από ικανότατο σκηνοθετικό χειρισμό, όπου διαφαίνονται κάποιες απόπειρες να επιτευχθεί το πολυπόθητο πέρασμα από το απολιθωμένο παρελθόν σε πιο σύγχρονες καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Με μια σχεδόν αδιόρατη κάμερα στο χέρι ο Λυκουρέσης επιχειρεί να δώσει ζωντάνια στο υλικό του, ακόμα κι όταν ερμηνείες όπως αυτές του υπερβολικά θεατρικού Φέρτη ή του ανύπαρκτου Λούλη μοιάζουν να τορπιλίζουν τις προσπάθειές του.
Μένει, λοιπόν, στο γυναικείο καστ και στις καλοστημένες ομαδικές σκηνές σύγκρουσης να αναδείξουν την όποια διαχρονική τραγικότητα επιφυλάσσει στα πλαίσια της καθαρής δραματουργίας η παλιομοδίτικη αυτή σάγκα μιας έκπτωτης, αριστοκρατικής οικογένειας.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΤΣΑΒΟΣ