Δεύτερο μέρος μιας προγραμματισμένης τριλογίας που ξεκίνησε με το «Λιβάδι Που Δακρύζει», η νέα ταινία του 73χρονου δημιουργού διακρίνεται από μια σειρά στυλιστικές ανορθοδοξίες για τα δεδομένα του σκηνοθέτη. Η διάρκεια είναι εγκρατής, το μοντάζ φανερώνει οικονομία, η κάμερα τοποθετείται πλησιέστερα στα πρόσωπα. Μόνο το ταξίδι παραμένει διαρκώς ίδιο.
Οπως συμβαίνει στο σύνολο του αγγελοπουλικού έργου, η πορεία ξεκινά από μια εσωτερική παρόρμηση που σπρώχνει τους εκάστοτε ήρωες να ενωθούν με τον αδιάκοπο χείμαρρο της Ιστορίας, γυρεύοντας ένα νόημα και μια θέση σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Η διαδρομή τους ταυτίζεται με την αναζήτηση μιας ουτοπίας που σταδιακά αφήνει τα όρια του προσωπικού και γίνεται συλλογική.
Μόνο που, στο τέλος του δρόμου, καθένας τους συνειδητοποιεί ότι προορισμός υπήρξε τελικά το ίδιο το ταξίδι. Και οι ιστορίες που έγραψαν και γράφουν οι άνθρωποι μεταξύ τους γίνονται η βασική δίοδος για να κατανοήσει κανείς τη μεγάλη, την ευρύτερη ιστορία.
Οι πρωταγωνιστές της «Σκόνης» δίνουν ραντεβού σε ένα φαινομενικό πέρας των πάντων. Αφού άλλαξαν γεωγραφικές συντεταγμένες, προσωρινές πατρίδες, δωμάτια σπιτιών και ξενοδοχείων, οι διαρκείς αυτοί οδοιπόροι συναντούν μετέωροι το τέλος ενός αιώνα και μαζί ένα θλιμμένο τέρμα των ιδεολογιών και των επαναστάσεων. Για σπάνια φορά σε ταινία του Αγγελόπουλου ο φακός δεν τηρεί αυστηρή απόσταση από τον ανθρώπινο παράγοντα, αλλά πλησιάζει περισσότερο από ποτέ τους χαρακτήρες και τις ατομικές εποποιίες τους.
Οσο κι αν προσεγγίζει, ωστόσο, η κάμερα τα πρόσωπα, άλλο τόσο αδυνατεί να χαρτογραφήσει επάνω τους κάτι αληθινό. Οι ήρωες άγονται και φέρονται σε ένα σύμπαν που κατοικεί μόνο σε σενάρια ταινιών και μυθοπλασίες και ουδεμία σχέση διατηρεί με την πραγματικότητα.
Οι άνθρωποι έχουν μεταμορφωθεί σε ιδέες, οι διάλογοι σε τσιτάτα, η αφήγηση σε ένα αχρείαστο χωροχρονικό πηγαινέλα, η συνοχή χάνεται κάπου μεταξύ Τασκένδης και Βερολίνου και το φιλμικό οικοδόμημα σωριάζεται ηχηρά υπό τους ήχους του Τσαϊκόφκσι και του Μπετόβεν και το σαστισμένο βλέμμα των ηθοποιών που δεν γνωρίζουν τι ακριβώς τους έχει δοθεί να ερμηνεύσουν.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ