Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα από την αρχή. Το «Ιl Divo» δεν είναι μια ταινία για τον Τζούλιο Αντρεότι. Ο παραμορφωμένος, λιγομίλητος και βαθιά μελαγχολικός ήρωας αυτής της ταινίας θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε πολιτικός που η ακλόνητη κατοχή της εξουσίας τον έχει οδηγήσει στην πλήρη σύγχυση ανάμεσα στις έννοιες του ιδιωτικού και το κοσμικού. Το «Ιl Divo» δεν είναι μια ταινία για την Ιταλία. Το πολιτικό σκηνικό της γείτονος χώρας μπορεί να αντλεί εξακολουθητικά από την πρακτική του «άρτος και θέαματα» των (ένδοξων) προγόνων της, αλλά δεν διαφέρει παρά μόνο στα σημεία από το ευρύτερο «πάλκο» πάνω στο οποίο διαδραματίζονται τα ηχηρά πολιτικά γεγονότα της τελευταίας εικοσαετίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Το «Ιl Divo» δεν είναι μια πολιτική ταινία. Τουλάχιστον όχι με τους συνειρμούς που φέρνει αυτή η έννοια στο μυαλό του υποψιασμένου θεατή. Και σίγουρα δεν είναι μια ταινία για την πολιτική. Η μόνο γι αυτή. Τι είναι, όμως, τελικά το «Ιl Divo»; Οι απαντήσεις ξεκινούν ήδη πριν από τους τίτλους της αρχής, όταν ένα σχεδόν κωμικό -κυρίως λόγω της έκτασης του- γλωσσάρι προσπαθεί να εξηγήσει μερικούς από τους δύσκολους πολιτικούς όρους που διατρέχουν ολόκληρη την ταινία. Γνωρίζοντας εξαρχής πως κανείς εξοικειωμένος ή μη θεατής δεν θα τους θυμάται μετά από ελάχιστα λεπτά, ο Πάολο Σορεντίνο έχει ήδη ξεκινήσει αυτό που θα ολοκληρώσει 117 ολόκληρα λεπτά αργότερα: μια ξέφρενη, αυτοσαρκαστική, εικονοκλαστική και ασφυκτικά σκοτεινή παραβολή πάνω στον παραλογισμό της εξουσίας, της διασημότητας και τελικά της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.
Απογυμνώνοντας τον ήρωά του από τη βαρυφορτωμένη με ονόματα, ημερομηνίες και διαπλοκές πολιτική του ατζέντα, ο Σορεντίνο τον ακολουθεί σαν τον κωμικοτραγικό ήρωα μιας όπερας (με λιμπρέτο ποπ τραγουδιών!) που διαδραματίζεται ακόμη και όταν η αυλαία έχει πέσει και τα χειροκροτήματα έχουν σωπάσει. Πίσω από τις σκιές μιας κοινωνίας σε βαθιά και απόλυτη σήψη, ο Τζούλιο Αντρεότι (με οδηγό τη σωματική ερμηνεία του Τόνι Σερβίλο) αναδύεται ως κάτι περισσότερο από ένα κομμάτι του Συστήματος. Γίνεται ο ίδιος το «Σύστημα». Ενας οργανισμός που ζει στο σκοτάδι, τρέφεται από το αίμα των εχθρών του και τελικά επιβιώνει χάρις στην ελαφρότητα που ανέκαθεν χαρακτήριζε όσους παραδόθηκαν αμαχητί στη φενάκη της εξουσίας. Διαχρονικός ήρωας μιας παράστασης που παίζεται καθημερινά ερήμην όλων. Και που θα συνεχίζεται επ άπειρον. Οσο υπάρχει θέαμα και κοινό.
Μανώλης Κρανάκης