Το πρώτο πράγμα που επιχειρεί ο Ματέο Γκαρόνε στην αξιοθαύμαστη ταινία του είναι να σβήσει από πάνω της κάθε υποψία χολιγουντιανής γυαλάδας. Στο γκανγκστερικό δράμα του δεν υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες και τίποτα το οπερατικό. Οι ήρωές του δεν κουβαλούν καμιά προϊστορία και καμιά μελετημένη χαρακτηρολογία. Παραμένουν αναλώσιμα πιόνια σε ένα παιχνίδι που τους ξεπερνά και το οποίο θα τους οδηγήσει στην ηθική ή σωματική εξόντωση.
Η σκηνοθεσία δεν διεκδικεί ποτέ την προσοχή του θεατή σε βάρος της ιστορίας. Οι αφηγηματικοί ρυθμοί είναι προσεκτικοί και κλιμακούμενοι με έναν μεθοδικό τρόπο. Η βία ξεγυμνώνεται από οτιδήποτε την κάνει να φαντάζει ελκυστική και εντυπωσιακή. Η ηχητική μπάντα δεν συνοδεύεται από αναγνωρίσιμα ποπ τραγουδάκια που φτιάχνουν ατμόσφαιρες και διαθέσεις. Και, από τα πρώτα του κιόλας πλάνα, το φιλμ εγκαθιδρύει έναν αυστηρό ρεαλισμό που κάνει τα πράγματα να μοιάζουν ξαφνικά πιο απλά, πιο ξεκάθαρα και ταυτόχρονα πιο επώδυνα.
Επάνω σε έναν ντοκιμαντεριστικό, σχεδόν ρεπορταζιακό καμβά, ο Γκαρόνε τοποθετεί μια ανατομία μοντέρνου και εντελώς υπαρκτού τρόμου. Γι’ αυτόν, όπως νωρίτερα και για το βιβλίο του Ρομπέρτο Σαβιάνο στο οποίο στηρίχτηκε το φιλμ, το έγκλημα δεν αποτελεί γοητευτικό κινηματογραφικό αποκύημα αλλά κοντινή πραγματικότητα. Δεν προκύπτει από γοητευτικές εξιστορήσεις με υπερβατικούς χαρακτήρες και απόηχους τραγικούς. Αποτελεί λογική προέκταση των μηχανισμών με τους οποίους δομείται η σημερινή δυτική κοινωνία. Και, όπως διαβεβαιώνει το απόλυτα πεσιμιστικό όραμα που αναπτύσσει ο σκηνοθέτης, αυτό που τόσες δεκαετίες τώρα το σινεμά μας σύστηνε ως τον υπόκοσμο, αποτελεί πλέον τον ίδιο τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Τα «Γόμορρα» γίνονται ένας ανησυχητικός καθρέφτης για μια νέα εποχή κυνισμού και σκληρότητας που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Μπορείς να κοιτάξεις κατάματα ή να αποστρέψεις το βλέμμα?
Λουκάς Κατσίκας