Οποιοι είναι έτοιμοι να ανέβουν σε έδρανα απαγγέλλοντας «Oh Captain, my Captain», όποιοι σκιρτούν να δωρίσουν τη συγκίνησή τους στον κύριό τους με αγάπη, όποιοι θεωρούν ότι ραπάροντας γκανγκστερικούς παραδείσους ένιωσαν στο πετσί τους την ταξική ανισότητα της σχολικής αυλής, ας μην περάσουν την πόρτα αυτής της τάξης. Γιατί ανάμεσα σ’ αυτούς τους τοίχους δεν υπάρχουν καθησυχαστικά κλισέ για «την πάλη και τον θρίαμβο» ενός εκπαιδευτικού απέναντι στους απείθαρχους έφηβους μαθητές του.
Αντιθέτως. Οσοι λευκοί, μεσοαστοί φοράμε τη μόρφωση και τις καλές μας προθέσεις ως πανάκεια απέναντι στην ταξική σύγκρουση, τον ρατσισμό ή την επικοινωνία με την νέα γενιά, ας είμαστε έτοιμοι για ψυχρολουσία. ΄Η μάλλον για μπουγέλωμα. Μπροστά στον μαυροπίνακα στέκεται ένας νέος καθηγητής. Ανοιχτός, καλοπροαίρετος, πεισμωμένος να εισχωρήσει στα μυαλά αυτών των 14χρονων παιδιών μεταναστών. Ενας πραγματικός δάσκαλος που έχει κάτι να πει. Μόνο που αυτό το ουράνιο τόξο επιδερμίδων, νοοτροπιών και αντιλήψεων δεν ενδιαφέρεται να ακούσει. Πολύ απλά γιατί τα παιδιά αυτά έχουν μεγαλώσει στο 20ο γεωγραφικό διαμέρισμα του Παρισιού, καταφύγιο των προσφύγων από τα τέλη του 19ου αιώνα, και η κοινωνική παιδεία του δρόμου τούς έχει χαρτογραφήσει προδιαγεγραμμένη πορεία: φάμπρικα, κουζίνα, ταμείο ανεργίας ή ακόμα και φυλακή. Είναι τουλάχιστον αστείο να περιμένει ο λευκός Γάλλος να τους μάθει υπερσυντέλικο ως λύση των προβλημάτων τους.
Ο Λοράν Καντέ εμπνέεται από θέματα που εξετάζουν το κατεστημένο - επαγγελματικό, οικονομικό, πολιτικό, σχολικό. Ο θρίαμβος αυτού του ημι-ντοκιμαντέρ, όμως, είναι ότι παρόλο που, ναι, η εμφύλια διαμάχη για τη γαλλική ταυτότητα δηλώνει παρούσα, η ταινία δεν εστιάζει εκεί. Η πραγματική σύγκρουση και η μεγαλύτερη ήττα είναι ηλικιακή. Οι τοίχοι δεν περικλείουν μετανάστες για να αφήσουν έξω τους λευκούς. Οι τοίχοι σηκώνονται από αμίλητα, βαριεστημένα αγόρια, θρασείς τραμπούκους, γλωσσούδες πιτσιρίκες, αφήνοντας απέξω ένα σύστημα ενηλικίωσης που προσπαθεί να επιβληθεί: «διάβασε», «μη μιλάς», «κάτσε κάτω», «σήκωσε το χέρι σου».
Κινηματογραφικά, ο Καντέ ενορχηστρώνει ένα σινεμά «δωματίου», με τρεις ψηφιακές κάμερες που τρέχουν ταυτόχρονα, συγκρούονται με τους τοίχους, χορογραφούν τη δράση μέσα από τους σπινταριστούς διαλόγους. Το σενάριο γράφεται πάνω στις εμπειρίες του πρώην εκπαιδευτικού Φρανσουά Μπεγκοντό (ο ίδιος και στον ρόλο του καθηγητή) και τους αυτοσχεδιασμούς των «ηθοποιών»: πραγματικών 14χρονων μαθητών που μετά από εργαστήρια και πρόβες έπλασαν τη φρέσκια, ανεπιτήδευτη γλώσσα της ταινίας. Η ταινία βραβεύτηκε με τον Χρυσό Φοίνικα του φετινού Φεστιβάλ Καννών.
Πόλυ Λυκούργου