Διάβασα κάπου ότι το ενδιαφέρον σας στον κινηματογράφο ξύπνησε χάρη στον Ζαν Βιγκό. Πώς ακριβώς σας ενέπνευσε;
Ηταν λίγο αστείος ο τρόπος που με ενέπνευσε! Οταν ήμουν στο κολέγιο, είχαμε ιδρύσει μια κινηματογραφική λέσχη, όπου τα καλοκαίρια δείχναμε ταινίες σε μια ταράτσα. Η προβολή γινόταν σε ένα σεντόνι, αλλά δεν υπήρχε και πολύς χώρος, οπότε ήμασταν αναγκασμένοι να στερεώνουμε το μηχάνημα προβολής στην απέναντι άκρη του κτιρίου. Η λέσχη λειτουργούσε σε εβδομαδιαία βάση και κάποια στιγμή έγινε μια προβολή της «Αταλάντης» του Βιγκό. Η ταινία μού έκανε μεγάλη εντύπωση, αλλά λίγο πριν τελειώσει συνειδητοποίησα ότι η μπομπίνα δεν ήταν καλά στερεωμένη πάνω στο μηχάνημα με αποτέλεσμα να μας πέσει μέσα στο ποτάμι! Μιλάμε για μια εποχή όπου οι ταινίες προβάλλονταν σε 16άρια. Αναγκάστηκα λοιπόν να την ψαρέψω απ το ποτάμι και πέρασα δύο εβδομάδες προσπαθώντας να στεγνώσω την κόπια με το πιστολάκι! Οπως καταλαβαίνεις έμαθα όλα τα κάδρα απ έξω!
Ο ρόλος σας υπήρξε καθοριστικός για τη μεταφορά του πανκ στη μεγάλη οθόνη. Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο κίνημα;
Γεννήθηκα στο Λονδίνο και στη δεκαετία του 60 ήμουν ακόμα μαθητής. Ηταν μια πολύ σημαντική εποχή για τη βρετανική μουσική σκηνή, με τους Rolling Stones, τους Kinks, τους The Who, τους Yardbirds και τους The Small Faces να μεσουρανούν, αλλά δυστυχώς ήμουν πολύ μικρός για να εμπλακώ. Μεγάλωσα, όμως, βλέποντας τη ζωή μέσα από τη μουσική κι όταν εμφανίστηκε το πανκ ήταν μια δεύτερη ευκαιρία να συμμετέχω σε όλη αυτή τη συναρπαστική ατμόσφαιρα, δέκα χρόνια μετά. Παράτησα λοιπόν τα πάντα -εκείνη την εποχή σπούδαζα κινηματογράφο και γύριζα την πτυχιακή μου ταινία- και αποφάσισα να κινηματογραφήσω τους Ρistols.
Πώς έγινε η πρώτη σας γνωριμία με τους Sex Pistols;
Εντελώς τυχαία! Μια καλοκαιρινή μέρα του 1975 περιφερόμουν στο East End, σε κάτι εγκαταλειμμένες λιμενικές εγκαταστάσεις της βικτοριανής περιόδου. Ηταν Κυριακή και η αποβάθρα ήταν εντελώς έρημη, σαν πόλη- φάντασμα, όταν έφτασε στ αυτιά μου ο απόηχος ενός τραγουδιού των Small Faces που μου άρεσε πολύ όταν ήμουν μικρός. Ακολούθησα τη μουσική και βρέθηκα ξαφνικά σε μια αποθήκη. Ανέβηκα τις σκάλες, με τον ήχο να δυναμώνει συνεχώς, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι είχαν διαστρεβλώσει τους στίχους σε «Ι want you to know that Ι hate you baby» αντί για «Ι love you baby» όπως ήταν η πρωτότυπη εκδοχή. Αν και μου φάνηκε παράξενο, συνέχισα να ανεβαίνω τη σκάλα μέχρι να φτάσω στην ταράτσα. Ανοίγοντας την πόρτα, έπεσα πάνω σε κάτι παράξενους τύπους πάνω σε μια σκηνή που φάνταζαν εντελώς εξωγήινοι. Εμοιαζαν με ανθρώπους μέλισσες! Φορούσαν κάτι τεράστια μαλλιαρά ριγέ πουλόβερ με κολλητά παντελόνια, υπερμεγέθεις αρβύλες και το μαλλί πρόκα. Είχαν καταστρέψει τελείως το τραγούδι, αλλά δεν έμοιαζαν με τίποτα απ όσα είχα δει και ακούσει ως τότε στη ζωή μου.
Και ύστερα ήρθαν τα βιντεοκλίπ! Πώς ήταν τα πράγματα την εποχή που τα μουσικά βίντεο δεν ήταν ακόμα εργαλεία μάρκετινγκ;
Στην αρχή ήταν πραγματικά σαν μορφή τέχνης, γιατί ήσουν ελεύθερος να κάνεις ότι ήθελες. Οι δισκογραφικές εταιρείες δεν ήξεραν τίποτα από βίντεο, οπότε τα πρώτα χρόνια, αν μπορούσες να πείσεις το συγκρότημα να συμμετάσχει, σου δινόταν η ευκαιρία να φτιάξεις πολύ προσωπικά πράγματα. Αντί να πουλάς ένα προϊόν, εξερευνούσες ιδέες στις οποίες πίστευες πολύ. Τώρα πια όμως δεν διαφέρουν σε τίποτα από ένα διαφημιστικό για φασόλια κονσέρβας.
Τι σας έχει μείνει πιο πολύ από την εποχή της πρώτης ταινίας σας (σ.σ. «Αbsolute Βeginners», η πιο ακριβή ως τότε δημιουργία στη Μ. Βρετανία) και το σκάνδαλό που ακολούθησε;
Ηταν μια πολύ δύσκολη στιγμή στην καριέρα μου, γιατί η ταινία είχε πάρει τεράστια δημοσιότητα και δεν τα πήγε καθόλου καλά στα ταμεία. Με απομάκρυναν από το στούντιο και δεν μου επέτρεψαν να ολοκληρώσω το μοντάζ. Μετά από αυτό δεν μπόρεσα να δουλέψω στον κινηματογράφο για 20 χρόνια... Αναγκάστηκα να καταφύγω στην Αμερική για να βρω δουλειά!
Πρέπει να ομολογήσω ότι έχω αδυναμία σε μια από τις πιο παράξενες δουλειές της αμερικανικής σας περιόδου, την οποία δεν είμαι σίγουρη ότι θέλετε να θυμάστε! «Τα Κορίτσια Στον Πλανήτη Γη Είναι Εύκολα».
Α, δεν έχω κανένα πρόβλημα να μιλήσω γι αυτό!
Ωραία, γιατί η ελληνική τηλεόραση το παίζει πολύ συχνά!
Μου αρέσει αυτή η ταινία! Είναι εντελώς διαφορετική απ αυτά που κάνω συνήθως, πολύ πιο εμπορική. Τη γύρισα με το που έφτασα στο Λος Αντζελες κι ένιωθα σαν εξωγήινος που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με μια νέα κουλτούρα. Ηταν συναρπαστικό! Οπότε, ακόμα κι αν είναι μια mainstream κωμωδία ήταν μια πολύ προσωπική στιγμή για μένα. Πιστεύω ότι αν δεν είσαι ικανός να κάνεις τον κόσμο να γελάει δεν θα έπρεπε να κάνεις ταινίες.
Πώς προέκυψε η μετέπειτα επιστροφή στους Sex Pistols με το «Τhe Filth And The Fury»; Αισθανθήκατε ότι τους είχατε υποχρέωση μετά το σκάνδαλό που ξέσπασε με το «Τhe Great Rock n Roll Swindle»;
Ναι, σε ένα βαθμό... Δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα να γίνω γνωστός ως ο άνθρωπος που έκανε ταινίες για τους Sex Pistols. Μου φαινόταν λίγο χαζό να επανέλθω στο ίδιο συγκρότημα αλλά το ξεπέρασα! Με συναρπάζουν οι αντιδράσεις των Pistols ενώ ο κόσμος γύρω τους αλλάζει. Ηταν πολύ ενδιαφέρον να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ με το ίδιο αντικείμενο σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Το «Τhe Great Rock n Roll Swindle» ήταν σχεδιασμένο για να οδηγήσει τον κόσμο σε αντιπαράθεση και να παρουσιάσει τους Sex Pistols ως οργισμένο είδωλο. Ηταν σαν να ανεμίζεις μια κόκκινη σημαία μπροστά στα κέρατα ενός ταύρου. Αυτό ουσιαστικά προσπαθούσα να κάνω, και μάλλον το πέτυχα! Αλλά υπάρχει και μια ανθρώπινη πλευρά στην ιστορία τους.
Εχοντας περάσει τη μισή ζωή σας σε περιοδείες και φεστιβάλ, μήπως τελικά ταυτίζεστε περισσότερο με τους μουσικούς παρά με τους κινηματογραφιστές;
Οχι απαραίτητα. Μου αρέσουν οι επαναστάτες, σε όποιο χώρο κι αν βρίσκονται, φτάνει να μην ξεπουλιούνται. Η πίεση στους ανθρώπους της μουσικής και του κινηματογράφου να αναλάβουν δουλειές που δεν τους εκφράζουν είναι μεγάλη. Νομίζω, λοιπόν, πως όσοι καταφέρνουν να παραμείνουν ειλικρινείς με τον εαυτό τους έχουν τεράστια θέληση. Είτε είναι σκηνοθέτες, είτε είναι οδοκαθαριστές.
Αν το ροκ δεν έχει εξατμιστεί ακόμα από τη ζωή σας, τότε πώς προέκυψε η όπερα του «Εternity Μan»;
Μου αρέσει να κάνω ταινίες που ξαφνιάζουν. Στο «Εternity Μan» με προσέλκυσε η ιστορία ενός εμμονοληπτικού ανθρώπου που αλώνιζε τους δρόμους. Ηταν ευκαιρία να κάνω κάτι διαφορετικά. Δεν ήταν τόσο η μουσική που με τράβηξε όσο το σενάριο. Γυρίστηκε στο νυχτερινό Σίδνεϊ και ηχογραφήθηκε ζωντανά, που σημαίνει ότι οι ηθοποιοί τραγουδούσαν στους δρόμους. Θα ήθελα να πιστεύω ότι η στάση της ταινίας παραμένει πανκ παρ όλο που είναι όπερα!