Γιατί χωρίς καμία διάθεση να καταφύγουμε σε κοινούς τόπους, μόνο κάποιο πόνημα ενός ευφάνταστου συγγραφέα θα μπορούσε να αναμετρηθεί με την πληθώρα των τόπων, των ανθρώπων, των εμπειριών, των προσωπικών επιτευγμάτων και των ιστορικών συγκυριών που συναπάρτισαν τη διαδρομή ενός σπουδαίου Έλληνα της Διασποράς, στο έργο του οποίου η Ταινιοθήκη της Ελλάδος πραγματοποιεί αυτές τις ημέρες εκτενές αφιέρωμα με αφορμή τη συμπλήρωση τεσσάρων χρόνων από το θάνατό του.
Ενός γαλλοτραφούς σκηνοθέτη που ξεχώρισε όσο και προκάλεσε με την οξύτητα και την ποιητική δυναμική των μόλις πέντε ταινιών του, και που πρόλαβε να χαρίσει στην ελάχιστη άμεση επαφή του με το ελληνικό σινεμά δύο αριστουργήματα, τους «Βοσκούς» (1967) και τη «Φωτογραφία» (1987).
Ή που, με το πέρασμά του στη Νέα Υόρκη το 1957, όντας αυτοεξόριστος από τη Γαλλία λόγω της εμπλοκής του στον πόλεμο της Αλγερίας, συνέδραμε καθοριστικά ως παραγωγός προκειμένου να γυρίσει ο μετέπειτα θεμέλιος λίθος του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, Τζον Κασσαβέτης, το σκηνοθετικό του ντεμπούτο («Σκιές»).
Σχεδόν δύο δεκαετίες πριν, το 1939, είχε μετακομίσει στο Παρίσι, όπου έγινε στενός φίλος με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, τον Ζαν Ζενέ, τον Αντρέ Μπρετόν και άλλες μορφές της μεταπολεμικής γαλλικής διανόησης, την αφρόκρεμα της οποίας φιλοξενούσε τακτικά στο Κόκκινο Ρόδο, στο δικό του καμπαρέ που άφησε εποχή στη νυχτερινή γαλλική πρωτεύουσα.
Ο Νίκος Παπατάκης με τις πρωταγωνίστριές του στην ταινία «Οι Άβυσσοι»
(Credit: Roger Viollet Collection / Getty Images)
Ειδικότερα με την περίπτωση του («Αγίου» κατά τον Σαρτρ) Ζαν Ζενέ, η «αναρχική» κινηματογραφική διαδρομή του Παπατάτη έμελλε να συνδεθεί καθοριστικά. Πλάι του πήρε το κινηματογραφικό βάπτισμα του πυρός αναλαμβάνοντας την παραγωγή της μοναδικής ταινίας που γύρισε ποτέ ο σπουδαίος αυτός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης υπό τον τίτλο «Ένα Ερωτικό Άσμα» (1950), η οποία μάλιστα παρέμεινε λογοκριμένη και απρόβλητη για χρόνια.
Όταν είχε έρθει πλέον η ώρα για το μάλλον απρόθυμο πέρασμα στη σκηνοθεσία (αρχικά προτιμούσε το ρόλο του παραγωγού), ο Παπατάκης ανέτρεχε συχνά στα έργα και τις ημέρες του φίλου του Ζενέ, κάτι που επιβεβαιώθηκε τόσο με την περίπτωση του σκηνοθετικού του ντεμπούτου «Οι Άβυσσοι» (1963) (μεταφορά του θεατρικού «Οι Δούλες»), όσο και με τελευταία του ταινία, τους «Ισορροπιστές» (1991).
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε συνέντευξή του στο Βήμα το 2000, «όλες μου οι ταινίες και η ζωή είναι πάθος». Απολύτως αναμενόμενα, το ερωτικό πάθος δε θα μπορούσε να εξαιρεθεί από τη ζωή του Παπατάκη, επιστρατεύοντας για χάρη του αντίστοιχη ορμή με εκείνη που τον οδήγησε στα 17 του μόλις χρόνια να πολεμήσει στο πλευρό των Αιθιόπων απέναντι στις δυνάμεις του Μουσολίνι.
Η Ανούκ Εμέ και ο Νίκος Παπατάκης λίγο μετά τον γάμο τους
(Credit: Keystone-France / Getty Images)
Υπήρξε σύζυγος από το 1951 ως το 1954 της πανέμορφης Γαλλίδας πρωταγωνίστριας Ανούκ Εμέ, το αστέρι της οποίας έλαμψε σε φιλμ σαν τη «Γλυκιά Ζωή» του Φελίνι και το «Ένας Άνδρας και μια Γυναίκα» του Κλοντ Λελού.
Το 1967 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του, την Ελληνίδα ηθοποιό Όλγα Καρλάτου, πρωταγωνίστρια των ταινιών του «Οι Βοσκοί» (1967) και «Gloria Mundi» (1976).
Ενδιάμεσα των δύο γάμων, ωστόσο, που του χάρισαν από ένα παιδί, τη Μανουέλα και τον Σέργιο, ο Παπατάκης βίωσε ακόμα έναν θυελλώδη έρωτα στη Νέα Υόρκη με τη Γερμανίδα μανεκέν Κρίστα Πέφγκεν, η οποία θα γινόταν σύντομα διάσημη πλάι στους Velvet Underground και στον Άντι Γουόρχολ υιοθετώντας το ψευδώνυμο Nico, προερχόμενο από το μικρό όνομα του σκηνοθέτη.
Εξετάζοντας την περίπτωση του Νίκου Παπατάκη από τη σκοπιά του παρόντος, μοιάζει τρομακτικά με τον μακρινό προάγγελο εκείνου που σήμερα θα ονοματίζαμε ως πολίτη του κόσμου, ενός ανθρώπου συναρπαστικού σαν λογοτεχνικό ήρωα που ανεξάρτητα από τις εκάστοτε συνθήκες παρέμεινε αποφασισμένος να παλεύει σκληρά για όσα πίστευε πως αξίζουν, από οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου κι αν τον φιλοξένησε: από τις μάχες που έδωσε για την Αιθιοπία και την Αλγερία μέχρι την πολιτική του ιδεολογία, τις γυναίκες της ζωής του και - βεβαίως - τις ταινίες του.
Διαβάστε εδώ αναλυτικά για το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος στη φιλμογραφία του Νίκου Παπατάκη.