Το Θεώρημα Μηδέν

23.04.2014
Ο Τέρι Γκίλιαμ («Οι Αδερφοί Γκριμ», «Ο Φανταστικός Κόσμος του Δρ. Παρνάσους») κλείνει μάλλον άδοξα τη δυστοπική τριλογία φαντασίας που ξεκίνησε με τα «Brazil» και «12 Πίθηκοι», σκηνοθετώντας τον δύο φορές βραβευμένο με Όσκαρ Κρίστοφ Βαλς στο ρόλο μίας διάνοιας, στην οποία ανατίθεται να λύσει μία εξίσωση που απαντά στο νόημα της ύπαρξης.

Κάπου στο μέλλον, σε μία εγκαταλελειμμένη εκκλησία που αποκαλεί σπίτι, μία διάνοια στους υπολογιστές, ο μονόχνοτος Κόεν Λεθ (Κρίστοφ Βαλς), αναλαμβάνει να λύσει το Θεώρημα Μηδέν, μία μαθηματική εξίσωση που δίνει απάντηση στο αν η ζωή έχει κάποιο νόημα.

Η μανιώδης εργασία του, ωστόσο, διακόπτεται κατ’ εξακολούθηση από ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με τη Διεύθυνση (Ματ Ντέιμον), η οποία του ανέθεσε τη δουλειά.

Πρόκειται για τον επιστάτη του, Τζόμπι (Ντέιβιντ Θιούλις), τον ταλαντούχο γιο της Διεύθυνσης (Λούκας Χέτζες), την ψηφιακή ψυχαναλύτρια Δρ. Σρινκ-Ρομ (Τίλντα Σουίντον) και φυσικά τη γοητευτικότατη Μπέινσλι (Μελανί Τιερί).

Έπειτα από σχεδόν τρεις δεκαετίες, ο αναμφίβολα χαρισματικός αλλά ευρισκόμενος σε κάμψη τα τελευταία χρόνια Τέρι Γκίλιαμ (πιθανότατα από την εποχή του «Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας»), ολοκληρώνει αυτό που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει ως δυστοπική τριλογία, αποτελούμενη από το εξαιρετικό «Brazil» (1985) και τους επίσης αξιόλογους «12 Πίθηκους» (1995).

Στο «Θεώρημα Μηδέν», όλα εκτυλίσσονται σε ένα οργουελικό σύμπαν, τεχνολογικά υπερφορτωμένο και συναισθηματικά κατακρεουργημένο, γεμάτο από νέον φωτισμούς και μοναχικές ανθρώπινες υπάρξεις, παραδομένες στους ασφυκτικούς κανόνες και τις μονομανίες τους.

Η σατιρική διάθεση του Γκίλιαμ είναι παραπάνω από εμφανής, επιδιώκοντας να πλησιάσει στα ομολογουμένως άφταστα επίπεδα μαύρου χιούμορ του «Brazil». Και η αλήθεια είναι πως δε λείπουν οι ιδέες από το τελευταίο του πόνημα, ούτε φυσικά η αδιαμφισβήτητη ικανότητά του να αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις του θεατή μέσα σε κόσμους άλλοτε ζοφερούς κι άλλοτε παραμυθένιους.

Ο Γκίλιαμ είναι άλλωστε μάστορας στο να βρίσκει την κατάλληλη, «κουλή» γωνία λήψης για να καδράρει τους ηθοποιούς του, προσδίδοντας παράλληλα ένα υπέροχο βάθος στο κάθε πλάνο του.

Μόνο που το πρόβλημα πλέον του Γκίλιαμ – και του «Θεωρήματος Μηδέν» κατ’ επέκταση – δε βρίσκεται στο αισθητικό κομμάτι αλλά στην ίδια τη συνταγή, η οποία αποτελείται από υλικά συνδυασμένα με σαφώς λιγότερη φαντασία από όση θα άρμοζε στο κλείσιμο μιας τριλογίας που κουβαλά μια τόσο βαριά υπογραφή.

Ας μην ξεχνάμε δε, πως αυτή η υπογραφή είναι εκείνη που προσελκύει ακόμα μεγάλα ονόματα της υποκριτικής σαν τη Σουίντον και τον Βαλς, ή ακόμα και τον Μπεν Γουίσο σε έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο.

Πάντως, η συνεχής, σουρεαλιστικού επιπέδου εισβολή των διάφορων χαρακτήρων στον οχυρωμένο κόσμο του Λεθ τροφοδοτεί την πλοκή με ορισμένα καλοδεχούμενα χιουμοριστικά στιγμιότυπα (όπως στην περίπτωση του Ντέιμον), ενώ παράλληλα εγκαθιδρύει τη ρότα που ακολουθεί ο κεντρικός ήρωας στην εξέλιξη της ιστορίας.

Στον αντίποδα βέβαια, οι φανερές αγωνίες του σκηνοθέτη γύρω από την αλλοτριωτική παρέμβαση της τεχνολογίας και τον ασφυκτικό έλεγχο της εκάστοτε ανώτερης Αρχής (εργοδοσία, κράτος, θρησκεία κτλ) στον σύγχρονο άνθρωπο, απεικονίζονται μέσα από σχηματικούς συμβολισμούς που αδυνατούν να δραπετεύσουν από το προφανές.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών των κοινοτοπιών είναι οι εικονικές ερωτικές περιπτύξεις μεταξύ του Λεθ και της Μπέινσλι, αλλά και η αλληγορικά κραυγαλέα αντικατάσταση του κεφαλιού του εσταυρωμένου Χριστού με μία κάμερα που παρακολουθεί τον χώρο εργασίας του κεντρικού ήρωα.

Την ώρα μάλιστα που η ίδια η ψυχή της ταινίας (η αναζήτηση γύρω από τη μέγιστη υπαρξιακή μας αγωνία) παραγκωνίζεται προκειμένου να δώσει υπερβολικό χώρο στα επιμέρους, ευρηματικά ως ένα βαθμό, σκετς μεταξύ του Λεθ και των υπολοίπων χαρακτήρων, προκύπτει η απορία κατά πόσο ο Γκίλιαμ αντιμετώπισε τελικά το όλο εγχείρημα με μία σαρκαστική ελαφρότητα, η οποία απλώς δεν του βγήκε.

Αν ιδωθεί ως σάτιρα, το «Θεώρημα Μηδέν» είναι γαργαλιστικό αλλά ανεπαρκές. Αν κριθεί ως υπαρξιακό θρίλερ φαντασίας, μοιάζει οπτικά ελκυστικό αλλά άψυχο. Αν πάλι εκληφθεί σαν αλληγορία, προδίδεται από τους προφανείς συμβολισμούς. Στην περίπτωση βέβαια που η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, το ερώτημα γύρω από το κέντρο βάρους της ταινίας παραμένει.

Τουλάχιστον, ο θεατής του «Θεωρήματος Μηδέν» θα είναι σε θέση να «γραπωθεί» από το οπτικά γαργαλιστικό κομμάτι της ταινίας, παράλληλα με τις απολαυστικές πρωταγωνιστικές παρουσίες του σταθερά αξιόλογου Βαλς, της εκρηκτικής Τιερί και του Θιούλις, μαζί με τις αναμενόμενα δυνατές προσθήκες των Σουίντον και Γουίσο.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ