Έπειτα από την προδοσία του πατριού του, βασιλιά Αμφιτρύωνα (Σκοτ Άντκινς), ο Ηρακλής (Κέλαν Λατζ), γιος του Δία και της Αλκμήνης (Ροξάν Μακκί), καλείται να αποδεχθεί το πεπρωμένο του για να επιβιώσει από την εξορία και τη σκλαβιά, ώστε να επιστρέψει στη γεννέτειρά του και να διεκδικήσει όσα του ανήκουν: το βασίλειο και την αγαπημένη του, Ήβη (Γκάια Βάις).
Ο τρισδιάστατος «Ηρακλής: Η Αρχή του Θρύλου» «εμπνέεται» από τις περιπέτειες του κορυφαίου των ηρώων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Το «εμπνέεται» σημαίνει πως οι γνωστοί μύθοι γύρω από το πρόσωπο του Ηρακλή καταστρατηγούνται κατά συρροή, αλλά αυτό είναι πταίσμα μπροστά στα ατελείωτα προβλήματα της ταινίας του Ρένι Χάρλιν.
Άλλωστε κανείς, προφανώς, δεν είναι υποχρεωμένος να γυρίσει κάτι απολύτως συνεπές ως προς το εκάστοτε πρωτότυπο υλικό, το οποίο εξάλλου δεν αποκλείεται να αναζητήσει ο θεατής εκ των υστέρων στην περίπτωση που τον ιντριγκάρει αυτό που θα συναντήσει στην αίθουσα.
Σε ό,τι αφορά τον «Ηρακλή» του Χάρλιν, βέβαια, το αποτέλεσμα ξεφεύγει από τη σφαίρα του απογοητευτικού για να καταλήξει σε εκείνη του εξοργιστικού.
Πρόκειται για κάκιστη απομίμηση - σε βαθμό ακούσιας αυτοπαρωδίας - της αισθητικής των «300» με ολίγη από «Μονομάχο», η οποία προμοτάρει σε επίπεδο τηλεμάρκετινγκ κοιλιακούς και μπράτσα, χωρίς να φτάνει ούτε στο ελάχιστο την πιασάρικα χορογραφημένη δράση του πρώτου φιλμ, ή την προσεγμένη δουλειά στα ψηφιακά εφέ του δεύτερου.
Όμως το αληθινά τρομακτικό με τούτον εδώ τον «Ηρακλή» δεν είναι πως κάνει ακόμα και τον τηλεοπτικό αδερφό του να μοιάζει με σοβαρή παραγωγή, αλλά το ότι παντρεύει καταπληκτικά την αφέλεια, την προχειρότητα και την αταλαντοσύνη με τον εξόφθαλμο μιμητισμό.
Το μοντάζ ακυρώνει κάθε έννοια στοιχειωδώς λειτουργικού ρυθμού, «τρέχοντας» την πλοκή πιο συνοπτικά κι από τρέιλερ. Όλοι ανεξαιρέτως οι πρωταγωνιστές, εγκαταλελειμμένοι από άποψη σκηνοθετικής καθοδήγησης, προκαλούν σταθερά το γέλιο. Ο Κέλαν Λατζ είναι σαν το αποτυχημένο αποτέλεσμα ενός γενετικού πειράματος που θα ήθελε να συνδυάσει το υποκριτικό ταλέντο (;) των Σαμ Γουόρθινγκτον και Κρις Χέμσγουορθ.
Ο Σκοτ Άντκινς, πάλι, θα μπορούσε να θριαμβεύσει σε κάστινγκ για την καλύτερη απομίμηση του Τζέραρντ-Leonidas-Μπάτλερ, τη στιγμή που λίγο πολύ όλα τα «μάχιμα» αρσενικά της ταινίας βρυχώνται ασταμάτητα, έχοντας καταφανώς μπερδέψει τον ηρωισμό με τον πιθηκισμό. Και φυσικά, είναι δύσκολο να προσπεράσει κάποιος την απέλπιδα προσπάθεια του Λίαμ Γκάριγκαν να ξεπατικώσει στοιχεία από τον χαρακτήρα του αυτοκράτορα Κόμμοδου (Γιόακιν Φοίνιξ) στον «Μονομάχο».
Υπό αυτές τις συνθήκες, το μόνο σίγουρο είναι πως κάτι πρέπει να έχει πάει αδιανόητα στραβά, από τη στιγμή που το καστ σου καταλήγει να αποδίδει σα να είχε επιλεγεί για την παρωδία της ταινίας που προσπαθείς να γυρίσεις. Κι όλα αυτά, σε ένα προϊόν που δε φροντίζει να μασκαρέψει στο ελάχιστο την εμπορική προτεραιότητα του στόχου που λέγεται "κατάλληλο για θεατές κάτω των 13", τόσο στην περίπτωση των σοφτ και παντελώς αδιάφορων σκηνών δράσης, όσο και στο αφελέστατα κλισέ ρομάντζο μεταξύ του Ηρακλή και της Ήβης.
Από εκεί και πέρα, το κάκιστο ξεκίνημά της στα ταμεία έρχεται απλώς να δώσει τη δίκαιη χαριστική βολή στην - κατά πάσα πιθανότητα - χειρότερη παραγωγή της χρονιάς.