Οκτώ χρόνια πριν, η ιστορία δύο φίλων που ανέλαβαν να εκτελέσουν μια αποστολή αυτοκτονίας στην πόλη του Τελ Αβίβ, σημάδεψε το «Παράδεισος Τώρα» του Χανί Αμπού Ασάντ και έκανε το όνομά του γνωστό στο ευρύτερο σινεφίλ κοινό.
Φέτος, και ένα χρόνο μετά την παταγώδη αποτυχία του περσινού «The Courier» με τον Μίκι Ρουρκ, ο Παλαιστίνιος σκηνοθέτης επιστρέφει σε πάτρια εδάφη και χαρτογραφημένα μονοπάτια για να παραδώσει το «Ομάρ», ένα πολιτικά φορτισμένο ψυχολογικό δράμα, που κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών καθώς επίσης και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, στην κατηγορία της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ο πανύψηλος τοίχος που χωρίζει την Δυτική Όχθη στα δύο, δεσπόζει και ορίζει την ταινία ήδη από την πρώτη σκηνή της, βοηθώντας έτσι τον θεατή να προσλάβει άμεσα το τι θεωρεί «κανονικό» ένας νέος από την Παλαιστίνη.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας του Ομάρ, ενός νεαρού Παλαιστίνιου φούρναρη, είναι να σκαρφαλώνει με ένα σχοινί το αντιαισθητικό χώρισμα και να αψηφά περιπολίες και σφαίρες, μόνο για να συναντήσει την Νάντια, αδερφή του κολλητού του, Τάρακ, η οποία είναι ακόμη μαθήτρια στο σχολείο.
Εκτός όμως από το ερωτικό πάθος του για την νεαρή, μέσα του σιγοκαίει επίσης και η αβάσταχτη επιθυμία να πάρει εκδίκηση για την εξευτελιστική μεταχείριση που συχνά βιώνει από τις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής.
Παρέα με τον Τάρακ και έναν ακόμη φίλο τους, τον Αμζάντ, αποφασίζουν να συμμετάσχουν ενεργά στην αντίσταση και να ακολουθήσουν τον δρόμο του ένοπλου αγώνα. Η πρώτη τους ενέργεια έχει ως στόχο ένα ισραηλινό στρατόπεδο όπου μετά από ένα τυφλό χτύπημα, σκοτώνουν τελικά έναν Ισραηλινό στρατιώτη.
Το ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύει η αστυνομία έχει ως αποτέλεσμα την σύλληψη του Ομάρ και σύντομα ο νεαρός βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα φρικτό δίλημμα: να προδώσει τους συναγωνιστές του με αντάλλαγμα την ελευθερία του ή να παραμείνει για πολλά χρόνια στην φυλακή.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος ο τρόπος που ο Χανί Αμπού Ασάντ διατηρεί την ισορροπία στα βασικά συστατικά της ταινίας του χωρίς να αφήνει το ένα να υπερκαλύπτει το άλλο. Έτσι στο «Ομάρ», μπορεί κανείς βρει τα υλικά που συνθέτουν ένα επιτυχημένο αστυνομικό θρίλερ, τις σεκάνς που αφήνουν να αναδειχθεί η τραγωδία ενός ερωτικού δράματος και σαφώς ένα καίριο πολιτικό σχόλιο πάνω στο αδιέξοδο ενός τόπου που βρίσκεται ακόμη υπό καθεστώς ομηρίας.
Ο Παλαιστίνιος δημιουργός όμως, δεν περιορίζεται μοναχά στη καταγραφή της ψυχολογικής βίας ή στα βασανιστήρια που υφίστανται οι ήρωές του για να δικαιολογήσει την απόφασή τους να πάρουν τα όπλα. Αντίθετα, προχωρά σε μια πιο ενδελεχή ανάλυση, ψηλαφίζοντας την αλλοίωση των χαρακτηριστικών μιας ολόκληρης κοινωνίας και των μελών της που, εξαιτίας της πολυετούς συνθήκης κατοχής, εμφανίζει παθογενείς συμπεριφορές ακόμη και στις πιο μικρές εκφάνσεις της καθημερινότητας.
Ο Ομάρ δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν οποιοδήποτε νέο του δυτικού κόσμου. Κάνει τα δικά του όνειρα και θέλει να ταξιδέψει με την αγαπημένη του για μήνα του μέλιτος στο Παρίσι. Με την επιλογή του όμως να λάβει μέρος στην ένοπλη αντίσταση, φυτεύει άθελά του έναν σπόρο που σταδιακά φυτρώνει και επεκτείνεται σε όλες τις πτυχές της ζωής του και των δικών του, αποτελώντας ταυτόγχρονα και το τίμημα που καλείται να πληρώσει στο τέλος.
Η επιλογή μεταξύ της αυτοπροστασίας ή της υπεράσπισης του αγώνα, γίνεται η δαμόκλειος σπάθη που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των ηρώων της ταινίας, τους οποίους ο Ασάντ εύστοχα προφυλάσσει από οποιαδήποτε δαιμονοποίηση των φτωχών επιλογών τους, δείχνοντας ότι δεν ψάχνει για αποδιοπομπαίους τράγους, καθώς οι αιτίες της παρακμής του προκύπτουν από πολύ βαθύτερα.
Το «Ομάρ», είναι το ζωντανό πορτρέτο ενός νέου που, όντας εγκλωβισμένος σε μια συγκυρία που ποτέ δεν διάλεξε, στροβιλίζεται σε ένα φοβερό κύκλο αγωνίας, προδοσίας και πάθους μέχρι και τη τελευταία ανάσα.