Ίσως ο πιο παραγωγικός σκηνοθέτης της γενιάς του, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στα 72 του χρόνια παρκάρει την «Λιμουζίνα» του στις κινηματογραφικές αίθουσες και ολοκληρώνει την δέκατη έκτη κατά σειρά ταινία της φιλμογραφίας του, αφήνοντας παράλληλα υποσχέσεις για ένα εξίσου δραστήριο μέλλον. Όπως εξάλλου δήλωσε και ο ίδιος στον πρόλογό του στην αβάν πρεμιέρ της ταινίας: «Ελπίζω να σας αρέσει αυτό που θα δείτε. Αλλά ακόμη και αν δεν σας αρέσει, δεν πειράζει, εδώ είμαστε και θα κάνουμε και άλλες ταινίες που πιθανόν να σας αρέσουν».
Η «Λιμουζίνα», όπως εμφατικά αναφέρεται και στον υπότιτλο της ταινίας, είναι μια κωμωδία παρεξηγήσεων και αυτή είναι η περιγραφή που, αν προσθέσει κανείς μπροστά της τον επιθετικό προσδιορισμό σουρεαλιστική, ταιριάζει γάντι στο φιλμ.
Έχοντας στον αφηγηματικό κορμό της το ερωτικό τρίγωνο μεταξύ δύο ανδρών και μιας γυναίκας, η ιστορία ξεκινά στο Παρίσι όπου ο φοιτητής και φέρελπις συγγραφέας Μάρκος (στον ρόλο συναντάμε για τέταρτη φορά σε ταινία του Παναγιωτόπουλου τον Νίκο Κουρή) περνάει τον ελεύθερο χρόνο του σε ένα καφέ όπου επιδίδεται με τους υπόλοιπους τακτικούς θαμώνες σε ατέρμονες αναλύσεις για το θέατρο, την γραφή, την τέχνη και φυσικά και την ζωή.
Μια μέρα, ο Γερμανός φίλος του, Μαξ, (Αντριαν Φρίλινγκ) θα του συστήσει την γοητευτική Κολέτ (η Δούκισσα Νομικού στον παρθενικό ρόλο της στον κινηματογράφο), μια νεαρή Γαλλίδα από την Λιμόζ, την οποία ο πρώτος θέλει να κατακτήσει. Οι τρεις τους θα ταξιδέψουν στην Ελλάδα και θα ξεκινήσουν ένα περιπετειώδες ρόουντ τριπ με αρκετές στάσεις και περίεργες συναντήσεις, κατά την διάρκεια του οποίου η Κολέτ θα πρέπει να αποφασίσει ποιον από τους δύο άνδρες θα επιλέξει για σύντροφό της.
Εμπνευσμένος από μια συλλογή διηγημάτων που έλαβε μέσω ταχυδρομείου από τον φίλο του, Ζάχο Ε. Παπαζαχαρίου, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, ξεγελώντας τον χρόνο, επιστρέφει στο Παρίσι της νιότης του, όπου και βρέθηκε την δεκαετία του ‘60 για να σπουδάσει κινηματογράφο.
Με αυτό το ταξίδι στο παρελθόν, εκτός από την αναπόφευκτη προσέγγιση των δικών του αναμνήσεων, ο αναγνωρισμένος Έλληνας σκηνοθέτης αποτίει φόρο τιμής στο σινεμά μιας παλιότερης εποχής, τότε που οι ταινίες ήταν απαλλαγμένες από οποιοδήποτε περιορισμό που τους υπαγόρευε την αληθοφάνεια.
Αυτή λοιπόν είναι και η μοναδική σύμβαση που ο θεατής της «Λιμουζίνας» πρέπει να αποδεχτεί πριν την παρακολουθήσει, καθώς ο χρόνος, ο μύθος, η φαντασία και η πραγματικότητα διαπλέκονται στο σύμπαν του δημιουργού και έχουν ως αποτέλεσμα μια ευρηματική κομεντί, ενδεικτική της φιλμικής ταυτότητας του βετεράνου σκηνοθέτη.
Φυσικά, ο Παναγιωτόπουλος με την «Λιμουζίνα» δείχνει ότι πραγματικά απολαμβάνει το παιχνίδι μεταξύ των ορίων των κινηματογραφικών ειδών και προσπαθώντας να συγκεράσει το «εμπορικό» με το «καλλιτεχνικό», αντλεί ηθοποιούς και συνεργάτες των οποίων οι αναφορές ξεκινούν από το θέατρο και φτάνουν μέχρι και το εγχώριο lifestyle. Εκτός λοιπόν από την ιστορικό κινηματογραφικό ρέκβιεμ του σπουδαίου Λευτέρη Βογιατζή, απ’ την οθόνη παρελαύνουν ο Δημήτρης Καταλειφός, ο Τάκης Σπυριδάκης, ο Παύλος Χαϊκάλης κι ο Δημήτρης Πιατάς, ενώ την σκηνογραφία υπογράφει ο Διονύσης Φωτόπουλος και τις χορογραφίες ο Φωκάς Ευαγγελινός.
Η «Λιμουζίνα» λοιπόν, που έκανε την πρεμιέρα της τον περασμένο Σεπτέμβρη στο 19ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας ενός απελευθερωμένου σκηνοθέτη να παίξει με τις συμβάσεις της τέχνης του και να πλάσει μια ιστορία, όπου ο ρεαλισμός συνδιαλέγεται με την φαντασία επί ίσοις όροις, με μοναδικό κίνητρο ίσως, την αγάπη του δημιουργού της για το σινεμά.