Την 1η Ιανουαρίου 2002 η Ελλάδα έγινε επίσημα η 12η ευρωπαϊκή χώρα που υιοθέτησε το ευρώ. Σε μια σκηνή της ταινίας «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», ο ομότιτλος χαρακτήρας, ένας πάλαι ποτέ υπερδημοφιλής τηλεπαρουσιαστής, παρακολουθεί με νοσταλγία ένα δικό του πρωτοχρονιάτικο σόου όπου γιορταζόταν ξέφρενα η μετάβαση στο νέο νόμισμα.
Η αναφορά δεν είναι τυχαία, όπως και τίποτα δεν είναι δωρεάν ή επιπόλαιο στο έξοχο φιλμ της νεοεμφανιζόμενης Ελίνας Ψύκου, που μπορεί κάλλιστα να περιγραφεί σαν μια σύνοψη της ελληνικής μεταπολιτευτικής ιστορίας πριν και μετά το ευρώ.
Πριν, της εποχής των χρυσών κουταλιών, της παραληρηματικής ανάπτυξης, της αφθονίας και της καλοπέρασης, των πλασματικών αναγκών, των ψεύτικων ειδώλων. Και μετά, των χρόνων της βαθμιαίας παρακμής, για την οποία ακόμα απορούν χάσκοντας όσοι δεν κατάλαβαν πως όλη η προηγούμενη εποχή ήταν ένα ψέμα.
Απορεί και ο Αντώνης Παρασκευάς, έκπτωτος τηλεστάρ που σκηνοθετεί την απαγωγή του, απομονώνεται σε παροπλισμένο επαρχιακό ξενοδοχείο και, περιμένοντας το «κόλπο» να του ξαναφέρει χρήμα και δημοσιότητα, επιδίδεται σε πειράματα μοριακής κουζίνας, αναπολεί τις μέρες της δόξας του, δυσανασχετεί με την εικόνα της πρώην του και του τωρινού του αντικαταστάτη στο σόου. Ακόμα και μετά την αναγκαστική φυγή του από το ξενοδοχείο στο δεύτερο μισό, οπότε και ξεκινά μια περιπετειώδης περιπλάνηση στο ελληνικό επαρχιακό τοπίο, ο Παρασκευάς θα παραμείνει γερά ταμπουρωμένος στον δικό του φασματικό κόσμο, σαν τους βαρυποινίτες που αδυνατούν να προσαρμοστούν στην έξω ζωή μετά την αποφυλάκισή τους.
Το εντυπωσιακό με την ταινία της Ψύκου είναι ότι δεν αφήνει ποτέ τη σκηνοθετική της αυστηρότητα και τις αλληγορικές της προθέσεις να «καβαλήσουν» το δράμα τούτου του ανθρώπου, το οποίο ξετυλίγεται λιτά και στρωτά.
Όπως το παρελθόν ενέχεται στο παρόν και η πτώση προϋποθέτει την άνοδο σε αφηγηματικό επίπεδο, έτσι και, σε αισθητικό, φόρμα και περιεχόμενο ισοδυναμούν, συμπλέουν σε σταθερή διαλεκτική σχέση. Από τις μεγάλες ελληνικές κινηματογραφικές εκπλήξεις των τελευταίων χρόνων.