Το αγαπημένο και χιλιοχρησιμοποιημένο γόνιμο έδαφος για την εμπορική κωμωδία παγκοσμίως, η ανδρική ανωριμότητα και ανευθυνότητα ανεβαίνουν (ή κατεβαίνουν, όπως το πάρει κανείς) αρκετά επίπεδα στα «Παλιόπαιδα», που αποθεώνουν την απόλυτη φαντασίωση για τον καλώς εννοούμενο παλιμπαιδισμό και προσπαθούν να μιλήσουν για τα όρια ανάμεσα στο να μεγαλώνεις απλώς και στο να ωριμάζεις.
Μετά τον αρραβώνα τους, ο Τομά και η κοπέλα του επισκέπτονται τους γονείς της για να γνωριστούν. Ο πατέρας της, όμως, έχει βουλιάξει στην κατάθλιψη μέσης ηλικίας, πιστεύοντας ότι η ζωή του έχει τελειώσει πριν καν την ευχαριστηθεί. Όταν λοιπόν αποφασίσει να κάνει όλα όσα λαχταρά ακόμη, σέρνει μαζί του και τον - διστακτικό, αλλά μόνο στην αρχή - Τομά στις διάφορες κραιπάλες και περιπέτειες. Προφανώς αυτό δεν συμβαδίζει με τη νέα ζωή του Τομά και τα προβλήματα και οι παρεξηγήσεις ξεκινούν...
Το αρχικό και κεντρικό της εύρημα είναι μάλλον μπανάλ, αλλά τα αστεία και τρυφερά «Παλιόπαιδα» ευτύχησαν όσον αφορά την επιλογή των δύο πρωταγωνιστών τους, Αλέν Σαμπά και Μαξ Μπουμπλίλ, που πετυχαίνουν στην εντέλεια το προφίλ του αξιαγάπητου ζαβολιάρη και σώζουν τους χαρακτήρες του από τον αναμενόμενο κίνδυνο - είναι σχεδόν πάντα εγωκεντρικοί, πολλές φορές ανόητοι, αλλά ποτέ πραγματικά αντιπαθείς.
Η δική τους παιχνιδιάρικη χημεία είναι αρκετά δυνατή ώστε να σώσει την ταινία από τα αναμενόμενα αφηγηματικά ατοπήματα και την απογοητευτική αμέλεια που δείχνει το σενάριο σε όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες: οι γυναίκες είναι εκείνες που πρέπει να βάλουν σε τάξη τους «άτακτους» και στέκονται πιο πέρα, με επικριτικό βλέμμα, όσο εκείνοι ξεδίνουν.
Ακόμη και με αυτές τις ευκολίες, όμως, τα «Παλιόπαιδα» παραμένουν εύστοχα και διασκεδαστικά - και αρκετά ρεαλιστικά, παρά τις φαντασιώσεις που αποθεώνουν.