Το 2009 ένας παντελώς άγνωστος σκηνοθέτης με καταγωγή από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής κατόρθωνε με μετριοπαθή προϋπολογισμό και με έναν δυναμικό συνδυασμό καταιγιστικής δράσης, εξωγήινης μυθολογίας, ψευδοντοκιμαντεριστικού ρεαλισμού και αντιρατσιστικής αλληγορίας να υπογράψει όχι απλά ένα γοητευτικό φιλμικό υβρίδιο αλλά και μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσθήκες στο μοντέρνο σινεμά φαντασίας.
Τέσσερα χρόνια μετά το αξιομνημόνευτο «District 9», ο Νιλ Μπλόμκαμπ επιστρέφει σε παρόμοια στιλιστικά και θεματικά εδάφη για να ξεδιπλώσει γλαφυρό και όσο το δυνατόν πιο αληθοφανές στην οθόνη ένα ακόμη σενάριο μελλοντολογικής εικασίας στο οποίο τα εντυπωσιακά εφέ και οι κοινωνικές ευαισθησίες μοιάζουν να συμπορεύονται εξίσου αρμονικά.
Στο «Elysium» ταξιδεύουμε στο έτος 2159 όπου η ανθρωπότητα βρίσκεται χωρισμένη σε δύο κατηγορίες: στους προνομιούχους κατοίκους που ζουν σε έναν υπερσύγχρονο διαστημικό σταθμό και στους λιγότερο ευνοημένους ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν ρημαγμένο και υπερφορτωμένο πληθυσμιακά πλανήτη γη.
Ένας εργάτης στον οποίο απομένει ελάχιστος χρόνος ζωής θα προσπαθήσει να γεφυρώσει τους δυο αυτούς μακρινούς κόσμους, σε μια προσπάθεια να σώσει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και τους αμέτρητους συνανθρώπους του, οι οποίοι ονειρεύονται μια θέση στον επουράνιο τεχνολογικό παράδεισο όπου η φτώχεια, η δυστυχία και η αρρώστια παραμένουν λέξεις άγνωστες.
Με σαφώς μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια, ανετότερα μέσα παραγωγής, δυο προσφιλείς σταρ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και μια ιστορία που τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε ύφος δεν ξεστρατίζει αισθητά από τα φουτουριστικά εδάφη και τις περιπετειώδεις διαθέσεις του «District 9», ο 34χρονος σκηνοθέτης όφειλε θεωρητικά να διευρύνει το όραμα της προηγούμενης ταινίας του και να το βελτιώσει.
Φαίνεται όμως ότι οι αρετές που μετέτρεψαν το θαυμάσιο ντεμπούτο του σε ένα ντεπόζιτο μικρών αλλά αποτελεσματικών συγκινήσεων, εδώ μετατρέπονται σε βαρίδια που περιορίζουν το φιλόδοξο φιλμ και δεν το βοηθούν να απογειωθεί: To νευρώδες και τραχύ εικονογραφικό μέρος της ταινίας μοιάζει πλέον οικείο αλλά και λιγότερο αυθόρμητο, η πλοκή είναι ως επί το πλείστον προβλέψιμη, το σενάριο διανύει κύκλους γύρω από την ίδια βαρύγδουπη και απλοϊκή κοινωνική παραβολή, το χιούμορ απουσιάζει τελείως, η δράση προκαλεί ελάχιστη εντύπωση και οι χαρακτήρες αγγίζουν επικίνδυνα τις καρικατούρες (με αποκορύφωμα την ατσαλάκωτη φιγούρα κακού που υποδύεται η Τζόντι Φόστερ).
Είναι, βέβαια, σαφές ότι πίσω από το μελετημένο σύμπαν του «Elysium» κρύβεται ένας δημιουργός που δεν αρέσκεται να συλλαμβάνει τις ιδέες και τις ταινίες του με όρους ασφυκτικά χολιγουντιανούς, ούτε αρκείται στο να μετριάζει τις προθέσεις του σε άχαρα στουντιακά καλούπια.
Θα ήταν, ωστόσο, προτιμότερο για τον Μπλόμκαμπ αν δεν προσπαθούσε να πάρει μαθήματα από το σοβαροφανές σινεμά του Κρίστοφερ Νόλαν αλλά προτιμούσε, αντιθέτως, να αγκαλιάσει την αφήγησή του με τον ίδιο παιχνιδιάρικο και συναρπαστικό τρόπο που το κατόρθωνε παλιότερα ο Τζον Κάρπεντερ, την εποχή που παρέδιδε μικρά διαμάντια όπως το «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη»: Μια ταινία στην οποία το «Elysium» πολύ θα ήθελε να είχε μοιάσει.