Ένας καθηγητής εγκληματολογίας αρχίζει να υποπτεύεται τον πιο αφοσιωμένο και φιλόδοξο φοιτητή του για τον φόνο μιας νεαρής κοπέλας λόγω κάποιων λεπτομερειών που, όπως φαίνεται, μόνο εκείνος έχει προσέξει, είτε στην ίδια την υπόθεση είτε στα περίεργα, όπως ισχυρίζεται, λεγόμενα του νεαρού. Ή μήπως αυτές οι λεπτομέρειες είναι απλές συμπτώσεις;
Η «Διατριβή» είναι στα καλύτερά της όταν προσπαθεί να απαντήσει στο τελευταίο αυτό ερώτημα, σκιαγραφώντας έτσι το πορτρέτο μιας εν δυνάμει καταστροφικής εμμονής αλλά και τη μοναξιά και παράνοια που δημιουργεί.
Ο Ρικάρντο Νταρίν («Το Μυστικό στα Μάτια της»), πάντα αξιόπιστος πρωταγωνιστής και δικαιολογημένος σούπερ σταρ στην πατρίδα του, ισορροπεί με ευκολία ανάμεσα στις διάφορες ερμηνείες της ιστορίας και αποδίδει εξαιρετικά την ενίοτε τρομακτική αμφισημία των κινήσεων του χαρακτήρα του, τραγικού ακριβώς επειδή έχει τις καλύτερες προθέσεις και την ακράδαντη πεποίθηση και αγωνία ότι αυτός μόνος βλέπει την αλήθεια και άρα έχει χρέος να την ξεσκεπάσει.
Αυτό βέβαια ακούγεται πολύ πιο συναρπαστικό από την εντελώς επίπεδη πραγματικότητα της ταινίας, η οποία έχει αρκετές ενδιαφέρουσες ιδέες αλλά καμία τέχνη στο να τις επενδύσει με αρκετό σασπένς και συναίσθημα για να ξεφύγει από τον ορισμό της απλής εγκεφαλικής άσκησης και να εξελιχθεί σε μια πλήρη κινηματογραφική ιστορία.
Ούτε το ίδιο το έγκλημα ούτε ο ύποπτος, εξάλλου, δεν έχουν κάτι το πραγματικά αξιοσημείωτο για να ξεχωρίσουν, ενώ και η έννοια της ευθύνης του καθηγητή μπροστά στον αδίστακτο ιδιοφυή φοιτητή του, τον οποίο ενδέχεται και να ενέπνευσε για να διαπράξει έγκλημα, δεν είναι επ'ουδενί κάτι το αρκετά φρέσκο και πρωτότυπο για να αποζημιώσει για την άνοστη τελικά ιστορία. Όπως και η ίδια η ταινία, η αρρωστημένη αυτή μετατροπή των ιδεών σε κίνητρο για αμοραλισμό, είναι κάτι που έχουμε δει στο παρελθόν, και πολύ καλύτερα.