Χαμένος Παράδεισος

27.02.2013
Ένα ασπρόμαυρο σινεφίλ πείραμα που αποζημιώνει αισθητικά και συναισθηματικά, ο «Χαμένος Παράδεισος» αποτελεί μία πιο εκλεπτυσμένη και σοφιστικέ εκδοχή του προπέρσινου «The Artist» και, ταυτόχρονα, μια από τις πιο πρωτότυπες ταινίες που θα δείτε φέτος.

Βραβευμένη στην περσινή Μπερλινάλε, όπου απέσπασε τα βραβεία FIPRESCI και Alfred Bauer, η δεύτερη ταινία του Πορτογάλου Μιγκέλ Γκόμες («Our Beloved Month of August») είναι μία μαγευτική ταινία που μοιάζει να στοιχειώνεται από μνήμες του παρελθόντος –τόσο σεναριακά όσο και στυλιστικά– και ταυτόχρονα αποτελεί μια ολότελα μοντέρνα κινηματογραφική δημιουργία.

Χωρισμένος σε δύο μέρη, ο «Χαμένος Παράδεισος» ξεκινά με μια σχεδόν στρυφνή ιστορία με φόντο μια σύγχρονη μουντή Λισσαβόνα: Η δύστροπη, γηραιά κυρία Αουρόρα ταλαιπωρεί τους δύο μοναδικούς ανθρώπους που προσπαθούν να τη βοηθήσουν: την πιστή της υπηρέτρια Σάντα από το Πράσινο Ακρωτήριο και τη μεσήλικη γειτόνισσά της Πιλάρ, που μένει στο απέναντι διαμέρισμα, μια ευγενική γυναίκα που νοιάζεται για τους γύρω της, αλλά αδυνατεί να αλλάξει τη δική της, ανιαρή ζωή.

Καθώς η εύθραυστη υγεία της ηλικιωμένης γυναίκας επιδεινώνεται διαρκώς, το φαινομενικά συμβατικό αυτό οικιακό δράμα (απ’ όπου, όμως, δεν απουσιάζει το λεπτό χιούμορ), που εκτυλίσσεται στο παρόν, θα δώσει τη θέση του σε ένα ονειρικό ταξίδι στη Μοζαμβίκη της δεκαετίας του 60.

Όταν η καλόκαρδη Πιλάρ αναζητά και συναντά έναν μυστηριώδη άνδρα από το παρελθόν της οξύθυμης γειτόνισσάς της, προκειμένου να ικανοποιήσει την τελευταία της επιθυμία, μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγεται το σχεδόν βουβό (χωρίς διαλόγους, αλλά με τους υπόλοιπους ήχους να διατηρούνται στην ηχητική μπάντα) και εξαίσια γυρισμένο σε φιλμ 16mm, δεύτερο μέρος, μία επική ιστορία αγάπης και μαγικού ρεαλισμού με φόντο τις ημέρες της πορτογαλικής αποικιοκρατίας στη Μαύρη Ήπειρο.

Με μια απολαυστική, μυθιστορηματικής υφής αφήγηση, υπέροχο μελαγχολικό σάουντρακ και πανέμορφη, ασπρόμαυρη φωτογραφία, ο Γκόμες αφηγείται την αμαρτωλή νεότητα της παντρεμένης κυρίας Αουρόρα και του παράνομου εραστή της, αποτίνοντας ταυτόχρονα έναν φόρο τιμής στις σιωπηλές απαρχές της κινηματογραφικής τέχνης – η συνωνυμία με το κλασικό και ανάλογα εξωτικό λαβ στόρι του «Tabu» του Μουρνάου δεν είναι καθόλου τυχαία.

Σε μια χρονιά που έβριθε άκρως ελκυστικών φιλμ που πειραματίζονταν καταθέτοντας φόρους τιμής σε ένα λιγότερο ή περισσότερο μακρινό κινηματογραφικό παρελθόν («Django Unchained», «Berberian Sound Studio», «Holy Motors»), ο «Χαμένος Παράδεισος» ξεχωρίζει ως το πιο βαθιά συναισθηματικό και ουσιώδες δείγμα μιας τάσης που ενίοτε βυθίζεται στην αυτοαναφορικότητα ή απευθύνεται σε ένα ερμητικά κλειστό κλαμπ ολίγων εκλεκτών σινεφίλ.

Βουτηγμένη σε ένα συγκρατημένα μελοδραματικό ρομάντζο, η ταινία του Γκόμες αναδεικνύεται σε μια εμπειρία πλούσια σε σινεφιλικές αναφορές, όμως όσο επιδέξια τις αξιοποιεί αισθητικά ο σκηνοθέτης, άλλο τόσο ικανός είναι στο να ξεπερνά την επιφανειακή νοσταλγία για ένα χαμένο σινεμά και να παρασύρει το κοινό σε αυτό το σαρωτικό, απαγορευμένο ειδύλλιο και τον καταραμένο ρομαντισμό του.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Γκόμες κατορθώνει εν τέλει να μετουσιώσει τον «Χαμένο Παράδεισο» από ένα επιτηδευμένο φορμαλιστικό πείραμα σε μια αισθαντική κινηματογραφική εμπειρία, όπου η μνήμη, οι αναμνήσεις και η ίδια η Ιστορία μπλέκονται αριστοτεχνικά.