«Μετά τα πενήντα, ο Βελάσκεθ δε ζωγράφιζε πια κάτι συγκεκριμένο. Πλανιόταν γύρω από τα πράγματα με τον αέρα και το λυκόφως, ξάφνιαζε τη σκιά, τη διαφάνεια, τους χρωματιστούς παλμούς, που ήταν το κέντρο της σιωπηλής συμφωνίας του. Έπιανε μόνο τις μυστηριώδεις αλλαγές στον κόσμο, που αλληλοεπηρεάζονται σε σχήματα και τόνους σε μια διαδικασία μυστική και αέναη, που τίποτα δεν μπορεί να διακόψει την πορεία της. Ο χώρος βασιλεύει».
Ιδού ένα στοίχημα στα όρια της τρέλας: να κάνεις σινεμά ακολουθώντας τα χνάρια του ώριμου Βελάσκεθ. Να φωτίσεις όχι τα πράγματα, αλλά αυτό που υπάρχει ανάμεσά τους. Να συλλάβεις τις μυστηριώδεις διαδοχές ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, το τρελό και το λογικό, τον (αυτο)καταστροφικό έρωτα και την προδοσία. Να γεννήσεις τις εικόνες και τους ήχους σου σαν μικρές αισθητικές κοσμογονίες, που κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν προέκυψαν από έμπνευση της στιγμής ή από καλά μελετημένη αναγκαιότητα.
Με λίγα λόγια, να δεχτείς ότι αυτό που βασιλεύει είναι η ρωμαϊκή αρένα του σινεμά και να τα ρισκάρεις όλα. Αλλά ποιος θα έβαζε πια το κεφάλι του σε μια κάμερα, που μοιάζει με περίστροφο ρώσικης ρουλέτας;
Ο Ζακ Λικ Γκοντάρ, φτιαγμένος για κινηματογραφικές αποστολές αυτοκτονίας, δεν θα το σκεφτόταν και πολύ. Μέσα σε πέντε χρόνια (από το «Με Κομμένη Την Ανάσα» του 1959) είχε προλάβει να οδηγήσει το σινεμά σε εκείνες τις ολότελα παρθένες εκτάσεις, όπου κάθε βλέμμα, κάθε πλάνο, κάθε πρόσχημα μυθοπλασίας ήταν απείρως πιο ερωτεύσιμα επειδή αναρωτιόντουσαν με δήθεν παιδιάστικη αφέλεια: Τι είμαι; Τι σχέση έχω με το όνομά μου; Τι ακριβώς θα άλλαζε αν ήμουν αλλιώς;
Ο Γκοντάρ στοχαζόταν βασανίζοντας το οπτικοακουστικό υλικό του, ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούσε ως άλλοθι τα φτηνά είδη του φιλμ νουάρ, της μουσικής κομεντί, του φουτουριστικού b-movie και ως κρυφές ή ολοφάνερες επιρροές τον Νίκολας Ρέι και τον Ερνστ Λιούμπιτς, τον Φριτς Λανγκ και τον Σάμουελ Φούλερ. Επίτιμος προσκεκλημένος του «Τρελού Πιερό», ο τελευταίος θα φορέσει τα σκοτεινά γυαλιά του σε εσωτερικό χώρο , θα καπνίσει ατάραχος το πούρο του και θα δώσει τον ορισμό του σινεμά: «Είναι σαν ένα πεδίο μάχης. Η αγάπη, το μίσος, η δράση, η βία, ο θάνατος. Με μια λέξη, το συναίσθημα».
Χαλαρή, αλλά για τα δεδομένα του Γκοντάρ πιστή, μεταφορά του ασήμαντου μυθιστορήματος του Λάιονελ Γουάιτ «Obsession», ο «Τρελός Πιερό» είναι το απονενοημένο διάβημα ενός σκηνοθέτη να προβεί σε μια ολιστική θεώρηση της ζωής και του κινηματογράφου, ανακεφαλαιώνοντας πρώτα πρώτα το προσωπικό του έργο.
Γι΄αυτό θα βρει τον ιδανικό Φερντινάν/Πιερό στον πρωταγωνιστή του «Με Κομμένη Την Ανάσα», Ζαν Πολ Μπελμόντο, και θα βαφτίσει με το πολυσήμαντο όνομα Μαριάν Ρενουάρ τη σταθερή μούσα και σύντροφό του (παρόλο που επισήμως είχαν ήδη πάρει διαζύγιο), Άννα Καρίνα.
Για τον ίδιο λόγο θα περιέγραφε τον κεντρικό του χαρακτήρα μέσα από ένα κολάζ τίτλων της οργασμικής περιόδου 1959-1964: «“Ο Τρελλός Πιερό” είναι ένας μικρός στρατιώτης («Petit Soldat») που ανακαλύπτει με περιφρόνηση («Mepris») ότι πρέπει να ζήσει τη ζωή του («Vivre Sa Vie»), ότι μια γυναίκα είναι μια γυναίκα («Une Femme Est Une Femme») , και ότι μέσα στον καινούριο κόσμο πρέπει να μείνεις στο περιθώριο («Bande a Part») για να μη βρεθείς με κομμένη την ανάσα («A Bout De Souffle»)».
Ιστορία του τελευταίου ρομαντικού ζευγαριού, ο «Τρελλός Πιερό» δεν θα μπορούσε παρά να παίζει το παιχνίδι των ψευδαισθήσεων μέχρις εσχάτων, δηλαδή μέχρι ακυρώσεώς τους. Ωστόσο, ο ίδιος ο Γκοντάρ δεν έτρεφε κανενός είδους ψευδαισθήσεις: η ταινία του επρόκειτο νομοτελειακά να γίνει θρύλος, ως το σημείο αναφοράς στο οποίο θα μπορούσε να ξεκινά και να τελειώνει όλο το σινεμά.
Βιρτουόζος χειριστής του συστήματος προβολής φαντασιώσεων, θα φρόντιζε να προωθήσει τον «Τρελό Πιερό» ως αποτέλεσμα ενός άνευ προηγούμενου αυτοσχεδιασμού, βγαλμένου από την εποχή του Μαρκ Σένετ και των λοιπών πιονιέρων των κινούμενων εικόνων. Επρόκειτο για τερατώδες ψέμα, σίγουρα, προορισμένο να τροφοδοτεί τυχοδιωκτικά όνειρα σε techniscope. Γιατί όμως κάθε ίντσα από το σελιλόιντ του «Τρελού Πιερό» μοιάζει να δικαιώνει απόλυτα τους ισχυρισμούς του Γκοντάρ; Γιατί κάθε πλάνο μοιάζει να γυρίζεται τη στιγμή που το βλέπουμε, σε μια αταξία συναρμολογημένη εν πλήρη σοφία; Τελικά δεν είναι και τόσο εύκολο να διαχωρίσεις την ψευδαίσθηση από την πραγματικότητα, με τον ίδιο τρόπο που δεν μπορείς να τραβήξεις μια ξεκάθαρη γραμμή μεταξύ θάλλασας και ουρανού στο βάθος του ορίζοντα. Τραγική και (αντι)ρομαντική, αυτή ακριβώς η ένωση θα αποτελέσει την τελευταία στάση του ταξιδιού του Φερντινάν/Πιερό και της Μαριάν Ρενουάρ. Προηγουμένως θα έχουν μεταμορφωθεί σε Μπόνι και Κλάιντ, σε Παύλο και Βιργινία (ήρωες του ομώνυμου μυθιστορήματος του Μπερναντέν ντε Σαιντ-Πιερ), σε στοιχεία της φύσης. Θα έχουν διασχίσει το φιλμ νουάρ και το μπουρλέσκ, την ταινία δρόμου και τις αναφορές στο «Καλοκαίρι Με Τη Μόνικα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Θα έχουν υπάρξει σε τόσο ακραία δημιουργική ελευθερία, και θα μας έχουν εμπνεύσει άλλη τόση, ώστε μοναδικός τερματισμός τους να είναι αυτό που οι θνητοί ονομάζουν αιωνιότητα.