Εάν ζούσατε για 15 χρόνια υπό το καθεστώς μιας αιμοσταγούς και καταπιεστικής δικτατορίας και ξαφνικά σας δινόταν η ευκαιρία να ψηφίσετε εάν είστε υπέρ ή κατά του συστήματος, τι θα αποφασίζατε; Μπορεί η απάντηση να μοιάζει προφανής, αλλά στη Χιλή του 1988 τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Όταν, πιεσμένος από τη διεθνή κοινότητα, ο δικτάτορας Πινοσέτ ανακοίνωνε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με ερώτημα το «ναι ή όχι στο υπάρχον καθεστώς», το αποτέλεσμα διαφαινόταν περισσότερο υπέρ του, παρά εναντίον του ή έστω αμφίρροπο.
Οι ισορροπίες ωστόσο σύντομα θα άλλαζαν, λόγω μίας μικρής αλλά ουσιαστικής λεπτομέρειας στον κανονισμό της ψηφοφορίας. Τα δύο κόμματα, εκείνο που έλεγε «ναι» στο καθεστώς και το αντίπαλο, που ψήφιζε «όχι», ήταν υποχρεωμένα να παρουσιάσουν τις θέσεις τους στους ψηφοφόρους μέσα από μία διαφημιστική καμπάνια που θα διαρκούσε 27 μέρες.
Μετά τα εξαιρετικά «Τόνι Μανέρο» και «Post Mortem», ο Πάμπλο Λαρέιν επιστρέφει στα χρόνια της χιλιανής δικτατορίας για να κλείσει την αντι-χουντική τριλογία του με μια θριαμβευτική όσο και ανάλαφρα σοβαρή άρνηση. Το «No» μας ξεναγεί στον μικρόκοσμο των διαφημιστών στη Λατινική Αμερική των 80s αποδεικνύοντας αυτό που θα μαθαίναμε πολύ καλύτερα στα επομενα 25 χρόνια: ότι για να πείσεις τον κόσμο να δράσει (ακόμη και προς το συμφέρον του), θα πρέπει να καταφύγεις σε μερικά τρικ.
Αυτό μοιάζει να το γνωρίζει καλύτερα ο πρωταγωνιστής του φιλμ, Ρενέ Σααβέδρα (Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ), ο οποίος καλείται να ηγηθεί της διαφημιστικής καμπάνιας υπέρ του «όχι». Συνειδητοποιώντας λοιπόν τον πιθανό συναισθηματικό αντίκτυπο της προβολής μιας άρνησης στο κοινό, αποφασίζει να συνδέσει το μήνυμά του με τις θετικές εικόνες του ουράνιου τόξου ή των χαμογελαστών παιδιών και τους πιασάρικους ήχους ανεβαστικών ύμνων. Ο αντίκτυπος που θα έχουν στην ιστορική πραγματικότητα μερικά κακόγουστα τηλεοπτικά σκετσάκια και άλλα τόσα αμφισβητήσιμης αισθητικής ποπ τραγούδια μοιάζει σχεδόν ειρωνικός, αλλά ο Λαρέιν ξέρει πώς να σερβίρει το σαρδόνιο χιούμορ του χωρίς να γίνεται δηκτικός.
Γυρισμένο σε U-Matic (το βίντεο φορμά της εποχής), το φιλμ αρχικά ξενίζει τον θεατή με τη θολή φωτογραφία και τη γεμάτη κόκκο εμφάνισή του, αλλά τελικά αποδεικνύεται άλλη μία ριψοκίνδυνη επιλογή του Λαρέιν που αποδίδει καρπούς: σκηνές από την ταινία εναλλάσσονται συνεχώς με το αυθεντικό διαφημιστικό υλικό της καμπάνιας, συγχέοντας μυθοπλασία και πραγματικότητα σε έναν συμπαγή κόσμο που μεταφέρει τον θεατή στην πραγματικότητα των ημερών.
Στην μεταδιαφημιστική medio-κρατία της εποχής μας, η λεπτή ειρωνία αυτής της ιστορίας από το παρελθόν φαντάζει σαν μία μεταφορά πιο επίκαιρη από ποτέ.