Οι τόσες δεκαετίες μεταφορών λογοτεχνικών έργων έχουν φέρει δεκάδες γνωστά λογοτεχνικά έργα στο σινεμά αλλά και ένα κάποιο δημιουργικό τέλμα στο συγκεκριμένο κινηματογρφικό είδος. Συνήθως το καλύτερο που μπορεί κανείς να περιμένει είναι μια αξιοπρεπή σκηνοθεσία, μια πλούσια καλλιτεχνική διεύθυνση και κάποιες δυνατές ερμηνείες για να ξεσκονίσουν τις πασίγνωστες ιστορίες και να δικαιολογήσουν την παρουσία τους όταν πολλές από αυτές έχουν γυριστεί πολλάκις, και εύστοχα, στο παρελθόν.
Μία από αυτές τις μεταφορές ήταν και η «Περηφάνια και Προκατάληψη» του Τζο Ράιτ πριν από επτά χρόνια: εξαιρετικά γυρισμένη αλλά καθαρά εγκλωβισμένη στις προσδοκίες που είχαν από αυτήν οπτικά και θεματικά, η ταινία ανήγγειλε την άφιξη ενός ενδιαφέροντα σκηνοθέτη και την αρχή της πολύτιμης συνεργασίας του με την πρωταγωνίστριά του, Κίρα Νάιτλι αλλά ελάχιστα επιχείρησε το κάτι διαφορετικό. Έτσι, η ευχάριστη έκπληξη της «Άννα Καρένινα», κείμενο ήδη κουρασμένο από τις πάμπολλες μεταφορές του σε θέατρο, τηλεόραση και σινεμά, δεν είναι απλώς μια διαφορετική πρόταση, το καπρίτσιο ενός σκηνοθέτη που θέλει να ξεχωρίσει - είναι μία αναζωογονητική ανάσα.
Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα τεράστιο, παλιό θέατρο, από τις βόλτες στη παγωμένη λίμνη και τους χορούς μέχρι την όπερα και τις ιπποδρομίες, και οι χαρακτήρες διάγουν τις ζωές τους, ή τις βλέπουν να καταρρέουν, σε πλήρη θέα της αριστοκρατικής κοινωνίας - ένα ατελείωτο θέατρο που αρχικά τους φιλοξενεί αλλά τελικά κλείνει απειλητικά γύρω τους, όταν αυτοί παραβαίνουν τους άγραφους κανόνες του.
Σε συνδυασμό με τον εξαιρετικό σχεδιασμό παραγωγής, ο Ράιτ και ο διευθυντής φωτογραφίας Σέιμους ΜακΓκάρβι κρατούν το αξιέπαινο αυτό εύρημα φρέσκο, βρίσκοντας τρόπους να χωρέσουν πειστικά τις στιγμές της καθόδου της Άννας από την ευυποληψία στην απομόνωση και από την βαριεστημένη ικανοποίηση στο έξαλλο πάθος, και παρουσιάζοντας μερικές εκθαμβωτικές εικόνες στην πορεία. Είναι ένα χορταστικό, ατόφια κινηματογραφικό στιλιζάρισμα, με στοιχεία από το θέατρο, τη ζωγραφική, ακόμη και το χορό, που βοηθά τρομερά την πρώτη ώρα της ιστορίας και εξακολουθεί να εντυπωσιάζει οποτεδήποτε επιστρέφει πιο έντονο, με καλύτερο παράδειγμα την αριστουργηματική σκηνή του χορού που σφραγίζει τη μοίρα των δύο ερωτευμένων, εντυπωσιακή αλλά και γεμάτη με νόημα και επιδέξια χρήση των εικόνων.
Αναπόφευκτα, όμως, οι εντυπωσιακές στιλιστικές επιλογές υποχωρούν διακριτικά όταν η ιστορία μπαίνει στις πιο δραματικές στιγμές της. Εκεί ξεκινούν και τα προβλήματα για την ταινία, που σκοντάφτει όταν έρχεται η στιγμή να συμπονέσουμε τους ήρωες, από τους οποίους είχε σκοπίμως αποστασιοποιηθεί. Τολμά επίσης να απεικονίσει την Άννα ως μια ανισόρροπη, νευρωτική και αρκετά εγωκεντρική ηρωίδα, τραγική ακριβώς επειδή ούτε η ίδια δεν πιστεύει ότι αξίζει την ευτυχία που επιθυμεί - πιστό σε ό,τι έγραψε ο Τολστόι αλλά ταυτόχρονα κάτι που κάνει την όλη εμπειρία να μοιάζει κάπως κενή και απόμακρη, παρά την αξιοπρεπέστατη παρουσία της Κίρα Νάιτλι.
Ο Άαρον Τέιλορ Τζόνσον είναι ένας πειστικός Βρόνσκι όταν η σχέση είναι ακόμη στην αρχή της (παρά την αδύναμη χημεία του με την Νάιτλι), αλλά είναι αναπάντεχα ακόμη καλύτερος όταν παρακολουθεί έντρομος και ανήμπορος την εκτός ελέγχου, παράλογη ζήλια της Άννας, ενώ ο Τζουντ Λο είναι ένας σχεδόν συμπαθής μες στην μοναξιά του Καρένιν. Το έτερο ζευγάρι της ταινίας, ο ιδεολόγος Λέβιν και η νεαρή Κίτι, που βρίσκουν την ευτυχία μακριά από την σάπια κοινωνία των υπόλοιπων χαρακτήρων, είναι πιο κοντά στη συμβατική αφήγηση του μυθιστορήματος αλλά τελικά και η ένεση αγνού συναισθήματος που η ταινία χρειάζεται, αφού προσφέρεται για τον εύστοχο παραλληλισμό ανάμεσα στην ηθική αγάπη που οδηγεί στην ευτυχία και το αμαρτωλό πάθος που οδηγεί στις ράγες του τρένου.