Ένα θαρραλέο δράμα γεμάτο μοναξιά και απόγνωση, με καθηλωτικές ερμηνείες και φόντο μια αγέλαστη Νέα Υόρκη. Aπό τον σκηνοθέτη του “Hunger”.
Ευφυώς ο Έλληνας διανομέας απέφυγε την μετάφραση του πρωτότυπου τίτλου, που στα νέα ελληνικά αποδίδεται ως “ντροπή”. Για ποιου είδους ντροπή μιλάμε όμως; Για εκείνη που αφορά στην αιδώ, με την έννοια της συστολής, ή για την αισχύνη, το όνειδος; Ο Στιβ ΜακΚουίν ενδιαφέρεται κατά βάση για τις διακλαδώσεις της τελευταίας ερμηνείας και τι μπορεί να αποτελέσει ή να προκαλέσει μια τέτοια κατάσταση.
Ο αντί-ήρωάς του είναι ο Μπράντον (Μάικλ Φασμπέντερ), ένας Νεοϋορκέζος γιάπης με ιρλανδέζικη καταγωγή που, παρά τo εργασιακό σουξέ και την απολλώνια εμφάνισή του αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στην προσωπική του ζωή. Χωρίς αληθινούς φίλους ή μακροχρόνια σχέση, είναι εξαρτημένος από περιστασιακές ερωτικές συνευρέσεις -πληρωμένες και μη-, οι οποίες λειτουργούν ακριβώς όπως τα ναρκωτικά: τον ανεβάζουν για λίγο (κάθε φορά και λιγότερο), αφήνοντάς τον αμέσως μετά πεινασμένο για περισσότερο σεξ. Η ρουτίνα του αλλάζει μετά την ξαφνική επίσκεψη της αδερφής του, Σίσι (Κάρεϊ Μάλιγκαν) και το παρελθόν μοιάζει να βαραίνει επικίνδυνα πάνω στον Μπράντον, οδηγώντας τον σε ένα καθοδικό σπιράλ προς την προσωπική του κόλαση.
Ο ΜακΚουίν, όπως και στο “Hunger”, ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη σωματικότητα και τον αντίκτυπο που έχει στην ανθρώπινη ψυχή η δοκιμή των ορίων της μέσα από την υπερβολή, την κατάχρηση, την κακοποίηση - ιδίως όταν αυτή είναι αυτοεπιβαλλόμενη. Παρακολουθώντας την ταινία συνειδητοποιούμε σταδιακά πως το σεξ, όπως εμπλέκεται σε αυτό ο Μπράντον, ισοδυναμεί με αυτο-τιμωρία και, όπως η υπερβολή στην τραγωδία συνιστά ύβρη έτσι και σε αυτό το υπόκωφο δράμα, ο πρωταγωνιστής προκαλεί τον ίδιο τον ξεπεσμό του.
Ευτυχώς ο ΜακΚουίν αγαπά αρκετά τον θεατή για να μπει στην διαδικασία να αναζητήσει τα κίνητρα πίσω από αυτή την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά, σκιαγραφώντας με την χαρακτηριστική του οικονομία και διακριτικότητα τον δεσμό του Μπράντον με τη Σίσι. Φανερώνοντας τα μέγιστα με ελάχιστα μέσα, καταφέρνει να μας μεταδώσει μέχρι τελευταίο χιλιοστό την αδυναμία δύο χαμένων ανθρώπων, το βάσανο δύο ταλαιπωρημένων ψυχών, όπως το αποτυπώνουν συγκλονιστικά ο (κατάφωρα αδικημένος στα Όσκαρ) Φασμπέντερ και η ντελικάτα υπέροχη Μάλιγκαν.
Δεν είναι εύκολο να απογυμνώσεις το σεξ από το σέξι στη μεγάλη οθόνη αλλά ο ΜακΚουίν το καταφέρνει φαινομενικά χωρίς κόπο: στην προσεκτικά δομημένη του κλιμάκωση, ο Μπράντον δε σπαρταρά με ηδονή αλλά με απόγνωση. Ο ΜακΚουίν μοιάζει να γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει “fuck the pain away”.
Φαίδρα Βόκαλη